Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

Η Μεταφραστική Εκστρατεία


Στην ανάρτηση αυτή θα υποστηρίξω μία άποψη με την οποία θα διαφωνούσαν ακόμη και άνθρωποι που ξόδεψαν τη ζωή τους μεταφράζοντας ένα λογοτεχνικό έργο. Θα υποστηρίξω ότι η μετάφραση ενός έργου είναι μία δημιουργία που δεν υστερεί σε τίποτα από την ποιητική δημιουργία. Μερικές φορές μάλιστα είναι πιο δύσκολη, καθώς ο μεταφραστής καλείται να είναι και πιστός στο πρωτότυπο και δημιουργικός. Αν θέλει κάποιος να μεταφράσει π.χ. την Ιλιάδα καλά θα κάνει να "μεταφράσει" και την ποιητική αξία του έργου. Αλλιώς καταλήγουμε στο πολύ γνωστό φαινόμενο τα μεταφρασμένα έργα της κλασικής αρχαιότητας να είναι αφόρητα βαρετά. Αν είναι όμως να αποδώσεις όντως το ποιητικό μεγαλείο της Ιλιάδας σε μια άλλη γλώσσα, τότε σε τι διαφέρεις άραγε από έναν ποιητή που δεν μεταφράζει;

Αφορμή αυτής της ανάρτησης είναι ο θαυμασμός μου για τις μεταφράσεις έργων της κλασικής αρχαιότητας που εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια στον αγγλόφωνο κόσμο. Από το 2006 ώς το 2008 δημοσιεύτηκαν τρεις έμμετρες μεταφράσεις της Αινειάδας (Robert Fagles, Frederick Ahl, Sarah Ruden). Το επίπεδο ακαδημαϊκής πολυμάθειας και ποιητικής ομορφιάς και των τριών είναι ένας συνδυασμός που συμβαίνει πάρα πολύ σπάνια. Κι όμως, αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι ότι και οι τρεις δίνουν ένα τελείως διαφορετικό κείμενο, ενώ ταυτόχρονα παραμένουν πιστοί στο πρωτότυπο. Από τον σκοτεινό και μελαγχολικό Βιργίλιο του Fagles, στον επαναστάτη και ασυμβίβαστο Βιργίλιο του Ahl και τον αβίαστα γλαφυρό και συμπυκνωμένο στίχο της Ruden, η προσωπικότητα και η ποιητική φλέβα των μεταφραστών λάμπει καθαρά και ξάστερα. Το εγχείρημα είναι τόσο δύσκολο και το αποτέλεσμα τόσο εντυπωσιακό που δεν είναι να απορεί κανείς που και οι τρεις χρειάστηκαν περισσότερα από δέκα χρόνια για να ολοκληρώσουν το έργο τους, με άλλα λόγια περισσότερα χρόνια από την συγγραφή της ίδιας της Αινειάδας από τον Βιργίλιο. Και δεν είναι μόνο η Αινειάδα, τα τελευταία είκοσι χρόνια το λογοτεχνικό επίπεδο της μεταφραστικής παραγωγής κλασικών έργων έχει φτάσει στο ζενίθ στον αγγλόφωνο κόσμο. Όσο για τις μεταφράσεις εν Ελλάδι, καλύτερα να μη μιλήσουμε. Είτε δεν υπάρχουν ή καλύτερα να μην υπήρχαν (φυσικά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα).

Παρόλο που είναι αμφίβολο αν η πλειοψηφία των φιλολόγων θα συμφωνήσει μαζί μου, πιστεύω ότι στη λατινική λογοτεχνία δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στη μετάφραση και την "πρωτότυπη" ποίηση. Ο Κάτουλλος- για να δώσω ένα παράδειγμα ποιητή του οποίου η τόλμη και η πρωτοτυπία κάνουν εντύπωση ευθύς εξαρχής- δεν φαίνεται σε καμιά περίπτωση να ξεχωρίζει τα ποιήματά του από το μεταφραστικό του έργο. Η λατινική λογοτεχνία άλλωστε ξεκινά με την μετάφραση της Οδύσσειας από τον Λίβιο Ανδρόνικο. Από τη μετάφραση αυτή σώζονται ελάχιστοι στίχοι, αξίζει όμως να δούμε πώς χειρίζεται ο Ανδρόνικος τον πρώτο στίχο του έπους.

Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πόλλα

Virum mihi, Camena, insece uersutum

Πρώτη παρατήρηση: η μετάφραση είναι πάρα πολύ κοντά στο πρωτότυπο. Ακόμη και η σύνταξη και η σειρά των λέξεων είναι σχεδόν η ίδια. Δεύτερον: Ο Ανδρόνικος μεταφράζει ακόμη και τη λέξη Μούσα σε Camena, παρόλο που το Musa δεν είναι καθόλου περίεργο στα Λατινικά. Με την Camena όμως υπονοεί την ετυμολογία της από το cano ('υμνώ᾽, ᾽τραγουδώ᾽) κι επομένως προβάλλει τη σχέση Μούσας- μουσικής στο πρωτότυπο. Τρίτο και καλύτερο: η μετάφραση του "πολύτροπος" ως uersutus. Το επίθετο πολύτροπος είναι πολύ σπάνιο (εμφανίζεται μόνο άλλη μια φορά στην Οδύσσεια), όπως και το uersutus. Η βάση της μετάφρασης είναι η αντιστοιχία τρέπω-uerto. Η ιστορία όμως δεν τελειώνει εδώ: uerto στα Λατινικά δε σημαίνει απλώς "τρέπω/στρέφω" αλλά και "μεταφράζω". Έτσι ο Ανδρόνικος παρουσιάζει τον Οδυσσέα ως uersutum, έναν άντρα όχι μόνο πολύτροπο αλλά και μεταφρασμένο. Ο ομηρικός ήρωας ξεκινά τώρα ένα διαγλωσσικό ταξίδι μέσα στα πλαίσια του πολλῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω. Συμπέρασμα: ο Ανδρόνικος καταφέρνει να δώσει μια τελείως διαφορετική, μεταποιητική διάσταση στον Οδυσσέα. Παραμένει απόλυτα πιστός στο πρωτότυπο, ενώ είναι ταυτόχρονα πρωτότυπος.

Πολλές φορές στις γραμματολογίες διαβάζουμε ότι η μετάφραση του Ανδρόνικου δεν ήταν πολύ σόι, άποψη που αποδεικνύει ότι οι μεγαλύτεροι εχθροί της φιλολογίας είναι οι φιλόλογοι. Ας δούμε τώρα ένα παράδειγμα από έναν ποιητή του οποίου η αξία δεν αμφισβητήθηκε από σύγχρονους και αρχαίους. Ο ποιητής αυτός είναι ο Βάρρων ο Ατακινός. Κι αν ο Οβίδιος αναρωτιέται ποια εποχή άραγε θα αγνοεί έναν τέτοιο ποιητή (Amores, 1.15.21-2), εμείς ξέρουμε ότι η δική μας εποχή σίγουρα τον αγνοεί: για πολλούς λόγους, ανάμεσα στους οποίους και γιατί από το έργο του σώζονται μόνο λίγες αράδες. Αν και παρουσιάζεται ως διακεκριμένος ποιητής, ο Βάρρων ήταν ουσιαστικά μεταφραστής (για να θυμόμαστε ότι πιστεύω ότι οι Ρωμαίοι δεν θεωρούσαν τη μετάφραση υποδεέστερη). Το έργο του Argonautae είναι η μετάφραση των Αργοναυτικών του Απολλώνιου. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από τα σπαράγματα που σώζονται:

Tiphyn aurigam celeris fecere carinae

Έκαναν τον Τίφυ οδηγό του γρήγορου σκαριού τους
Βάρρων Ατακινός, απόσπασμα 4 Courtney

ἐπὶ δ᾽ ἔτρεπον αἰνήσαντες
Τῖφυν ἐυστείρης οἰήμια νηὸς ἔρυσθαι

Αφού επένεσαν τον Τίφυ, του εμπιστεύτηκαν να φυλά το πηδάλιο του ακλυδόνιστου πλοίου.
Απολλώνιος, Αργοναυτικά 1.400-1

Στην ελεύθερη μετάφρασή του ο Βάρρων επιλέγει να αποδώσει το (ἐπ)ἔτρεπον ως fecere. Η επιλογή έχει πολύ ενδιαφέρον, αλλά πριν προχωρήσω, ας σημειώσω ότι η εικόνα του ταξιδιού είναι μία από τις πιο συνήθεις μεταφορές για το ποιητικό ταξίδι (ξεκινά από τον Πίνδαρο και συνεχίζει ασταμάτητα στη λατινική λογοτεχνία). Το ποιητικό ταξίδι της Αργούς βάζει πλώρη σ᾽αυτό ακριβώς το σημείο. Τώρα, ας αντιστρέψουμε τα πράματα και ας υποθέσουμε ότι ο Απολλώνιος μεταφράζει τον Βάρρωνα και όχι το αντίθετο. Τότε το facio γίνεται ποιῶ, ένα ρήμα αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την ποιητική δημιουργία. Αν τώρα ο Βάρρων μετέφραζε το τρέπω ως uerto, τότε, ως άλλος Ανδρόνικος, θα έπαιζε και με τη σημασία του uerto ως μεταφράζω. Το πράμα έχει ως εξής: το facio δεν συνδέεται με την ποίηση (όπως το ποιῶ) και το "τρέπω" δεν συνδέεται με τη μετάφραση (όπως το uerto). Επομένως ο αναγνώστης καλείται να παίξει και με τον Βάρρωνα και με τον Απολλώνιο, να γίνει ο ίδιος μεταφραστής, για να καταλάβει το περίπλοκο διαγλωσσικό πλέγμα που έχει δημιουργήσει ο Βάρρων. Την ίδια στιγμή, ο λατίνος ποιητής παρουσιάζει τον εαυτό του ως τον πρωτότυπο δημιουργό (fecere-ποιῶ), ενώ τον Απολλώνιο ως μεταφραστή (ἔτρεπον-uertere). To πράματα έχουν έρθει πάνω κάτω, καθώς ο μεταφραστής υποβάλλει και επιβάλλει την ανάγνωσή του στο πρωτότυπο.

Θα κλείσω με ένα από τα αγαπημένα μου διαγλωσσικά λογοπαίγνια, το οποίο δεν προέρχεται από τις σφαίρες της υψηλής ποίησης, αλλά από την χαμηλή ύπαρξη κάποιου ταραξία που μουντζούρωνε τα ρωμαϊκά μνημεία. Ο Σουητώνιος λέει ότι ο Δομιτιανός είχε μανία να χτίζει αψίδες και είχε γεμίσει τη Ρώμη με τις καμάρες σου (Δομιτιανός 13). Τελικά, κάποιος έγραψε στα Ελληνικά πάνω σε μια αψίδα ἀρκεῖ. Ο Σουητώνιος δεν μας εξηγεί όμως γιατί αυτή η λέξη έχει ενδιαφέρον. Η εξυπνάδα του ανώνυμου συγγραφέα έγκειται στο ότι αν γράψουμε τη λέξη ἀρκεῖ με λατινικούς χαρακτήρες έχουμε arci, τον πληθυντικό του arcus, που σημαίνει αψίδα. Αρκετά όμως για σήμερα.

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008

Κλασικός Φραπές

Σας παρουσιάζω το νέο σκηνοθετικό αριστούργημα του φίλου Παντελή. Σε μια εποχή όπου οι σειρήνες του φρέντο καπουτσίνο απειλούν να καταστήσουν τον ιστορικό φραπέ ξεπερασμένο, ο νεαρός και αμφιλεγόμενος καλλιτέχνης συνθέτει το λυρικό εγκώμιο του φραπέ, αποδεικνύοντας ότι το κλασικό είναι πάντα μοντέρνο. Το σκηνοθετικό αυτό μανιφέστο αποτελεί κόλαφο στο πρόσωπο του μέσου άνεργου γιάπη που φοράει άσπρο παντελόνι, ακριβά παπούτσια, μαύρα γυαλιά, έχει ζελέ στα μαλλιά και περιφέρει την κενή υπεροψία του στις παραλίες και τα μπιτζ μπαρ της ημεδαπής. Ο Παντελάρας αγγίζει τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής με την ίδια άνεση με την οποία γλιστρά ξέγνοιαστα και παιχνιδιάρικα στην επιφάνεια της καθημερινότητας. Κι αν ο Κιούμπρικ στην Οδύσσεια του διαστήματος εναρμόνισε τα βιενέζικα βαλς του Στράους με τις συμπαντικές κινήσεις των πλανητών, ο μάγος της κάμερας Παντελής κατορθώνει να δώσει κοσμογονικές διαστάσεις στην ιεροτελεστία του φραπέ. Ο μακρόκοσμος του Κιούμπρικ μοιάζει πολύ μικρός μπροστά στο μικρόκοσμο του Παντελή, η λεπταλέα κάμερα του οποίου κάνει το πομπώδες δημιούργημα του Κιούμπρικ να μοιάζει με βίντεο κλιπ.