Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Η ακαταμάχητη γοητεία των κακών


Ανέκαθεν οι "κακοί" των διαφόρων ιστοριών και ταινιών μού φαίνονταν πολύ πιο ενδιαφέροντες από τους βασικούς και "καλούς" ήρωες. Η συμπάθειά μου νομίζω είχε με κάνει με την κατάφωρη αδικία εις βάρος του. Η τυραννική κυριαρχία του συγγραφέα τούς αφαιρούσε κάθε ελπίδα να θριαμβεύσουν στο τέλος, οι προσπάθειές τους, όσο επιτήδειες και δαιμόνιες, ήταν καταδικασμένες να αποτύχουν. Τον τελικό λόγο τον είχε μια πένα που μοιραία στο τέλος θα υπέγραφε την καταδίκη τους.

Όταν ως φοιτητής είχα πρωτοδιαβάσει την Αινειάδα, η ακαταμάχητη γοητεία της Διδώς και της ατίθασης Αμαζόνας Καμίλλας είχε επισκιάσει πλήρως τον Αινεία και τους υπόλοιπους ήρωες. Μου πήρε καιρό να καταλάβω ότι μέρος της γοητείας αυτών των γυναικών ήταν ότι ανήκαν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Ήταν οι δυο ηρωίδες που ουσιαστικά προσπάθησαν να εμποδίσουν τον ανδροκρατούμενο κόσμο ενός έπους που περιγράφει τα θεμέλια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Και ο τρόπος που οι γενναίες αυτές γυναίκες πέφτουν στην Αινειάδα είναι καθόλα άνανδρος και γι' αυτό φυσικά ευθύνονται οι ρωμαίοι εθνοπατέρες. Μακράν όμως ο αγαπημένος μου χαρακτήρας από την Αινειάδα είναι η Ερινύα Αλληκτώ. Καθώς η Ήρα την καλεί από τα ερεβώδη σκοτάδια της κολάσεως για να κυλήσει στο αίμα Τρώες και Ιταλούς προκαλώντας πόλεμο, η μεθοδικότητα και η αποτελεσματικότητα με την οποία δουλεύει η Ερινύα με την αιμόφυρτη οφιοεδή κόμη και τα κατάμαυρα φτερά είναι το αγαπημένο μου επεισόδιο από την Αινειάδα.

Όσον αφορά το ελληνικό έπος, ο αγαπημένος μου κακός είναι ο τερατόμορφος Τυφωέας από τη Θεογονία του Ησιόδου. Η Τυφωνομαχία είναι η τελευταία πρόκληση που αντιμετωπίζει ο Δίας πριν καθιερώσει εις τους αιώνας την κυριαρχία του. Εντελώς απρόσμενα, η Γαία γεννά ένα τρομερό τέρας το οποίο επιτίθεται στο κατεστημένο των ολύμπιων θεών. Η ορθολογική ερμηνεία της Τυφωνομαχίας μας λέει ότι ο Δίας, ως θεός των καιρικών φαινομένων, υποτάσσει με τον κεραυνό του τους άναρχους ανέμους του τέρατος. Η λέξη τυφώνας άλλωστε προέρχεται από τον Τυφωέα, το αβυσσαλέο αυτό τέρας που επαναστατεί με τους χαώδεις ανεμοστρόβιλούς του και συγκρούεται με τις πύρινες βροντές του Διός.

Όμως η μετεωρολογική ερμηνεία του Ησιόδου, η οποία ήταν δημοφιλής ήδη στην αρχαιότητα, δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα εδώ πέρα. Οι αφηγηματικές δυναμικές της Θεογονίας νομίζω έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Και αυτό γιατί ο Ησίοδος δημιουργεί μία αντίστιξη ανάμεσα στο άναρχο τέρας και στις αρμονικές Μούσες. Ο ποιητής περιγράφει τον χθόνιο δαίμονα με τα εκατό κεφάλια φιδιών ως εξής:

φωναὶ δ' ἐν πάσῃσιν ἔσαν δεινῇς κεφαλῇσι,
παντοίην ὄπ' ἰεῖσαι ἀθέσφατον· ἄλλοτε μὲν γὰρ
φθέγγονθ' ὥς τε θεοῖσι συνιέμεν, ἄλλοτε δ' αὖτε
ταύρου ἐριβρύχεω μένος ἀσχέτου ὄσσαν ἀγαύρου,
ἄλλοτε δ' αὖτε λέοντος ἀναιδέα θυμὸν ἔχοντος,
ἄλλοτε δ' αὖ σκυλάκεσσιν ἐοικότα, θαύματ' ἀκοῦσαι,
ἄλλοτε δ' αὖ ῥοίζεσχ', ὑπὸ δ' ἤχεεν οὔρεα μακρά.
Θεογονία 829-35

"Απ' όλα τα τρομερά του κεφάλια φωνές αντηχούσαν, φωνές κάθε είδους, ακατάληπτες. Άλλοτε σαν τους θεούς μιλούσε, άλλοτε πάλι σαν ταύρος μούγκριζε, περήφανος, άγριος και αχαλίνωτος, άλλοτε βρυχόταν σαν λιοντάρι γεμάτο θράσος, άλλοτε- θαυμαστό να το ακούσεις- οι φωνές του ακούγονταν σαν το γάβγισμα κουταβιών, ή στριγκλές τσιρίδες αντηχούσαν στα ψηλά βουνά."

Ο Τυφωέας απειλεί να βυθίσει τη βασιλεία του Διός σε ένα ηχητικό χάος. Με την απείθαρχη κακοφωνία τους, οι άναρχες κραυγές του κηρύσσουν μια επανάσταση δυσαρμονίας καθώς ο δαίμονας ωρύεται και βρυχάται λες και είναι Heavy Metal συγκρότημα, που με κραυγές μεγάλων ντεσιμπέλ αντιπαρατίθεται σε οποιαδήποτε καθεστηκυία τάξη. Το άναρχο ηχητικό του πανδαιμόνιο όμως έχει αξιώσεις μουσικής και ποιητικής τέχνης. Και εδώ το πράμα αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον.

Με συγκεκριμένες επικές φόρμουλες ο Ησίοδος αντιπαραθέτει τις φωνές του Τυφωέα με τις φωνές των Μουσών. Το τέρας εκσφενδονίζει κάθε λογής φωνές (παντοίην ὄπ᾽ ἰεῖσαι ἀθέσφατον,Θεογ. 830), σαν τις Μούσες (περικαλλέα ὄσσαν ἰεῖσαι, Θεογ. 10, ἐρατὴν διὰ στόμα ὄσσαν ἰεῖσαι, Θεογ. 65, ἀγαλλόμεναι ὀπὶ καλῇ, Θεογ. 68). Οι φωνές του αντηχούν στα ψηλά βουνά (ὑπὸ δ᾽ ἤχεεν οὔρεα μακρά, Θεογ. 835), όπως ακριβώς οι φωνές των Μουσών αντηχούν στον Όλυμπο (ἠχεῖ δὲ κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου, Θεογ. 42). Το τελευταίο επεισόδιο επομένως της Θεογονίας παραπέμπει σαφώς στην αρχή του ησιόδειου έπους.

Το λιγυρό κι αρμονικό τραγούδι των Μουσών βέβαια έχει ένα σκοπό και αυτός είναι να υμνήσει το Δία. Ένας από τους βασικούς λόγους που ο Δίας καθιερώνει το βασίλειό του, σε αντίθεση με τον Ουρανό και τον Κρόνο, είναι ότι έχει στη διάθεσή του εννέα παντοδύναμα όργανα προπαγάνδας, τις Μούσες. Οι κόρες του Δία εγγυώνται το καθεστώς του πατέρα τους με τις ακαταμάχητες φωνές του.

Ο Τυφωέας αντίθετα σπάει την μονοσήμαντη αρμονία των Μουσών με την πολυφωνία της κακοφωνίας του. Οι φωνές του ανταγωνίζονται και υπονομεύουν το φιλοβασιλικό τραγούδι των Μουσών. Από αυτή την οπτική γωνία, ο κεραυνός του Δία που κατατροπώνει τον Τυφωέα δεν είναι παρά ένα όργανο λογοκρισίας.

Το πράμα όμως δεν σταματά εδώ καθώς η αφηγηματική εστίαση της Θεογονίας επιφυλάσσει την ύστατη ταπείνωση για τον Τυφωέα. Ο Ησίοδος δεν είναι παρά το φερέφωνο των Μουσών. Το τραγούδι του είναι ακριβώς αυτό που του επέβαλαν οι Μούσες όταν τον συνάντησαν στον Ελικώνα. Η πλήρης υποταγή του ποιητή στην ποιητική και πολιτική ατζέντα των Μουσών τονίζεται ιδιαίτερα στο προοίμιο της Θεογονίας. Το ίδιο το όνομα του Ησιόδου (*hesi-wodos) ετυμολογείται από το ἱέναι και αὐδή ("βγάζω φωνή") και έτσι το όνομα του ποιητή εντάσσεται στους επικούς λογότυπους που περιγράφουν τις Μούσες και τον Τυφωέα. Μόνο που σε αντίθεση με τον Τυφωέα, το τραγούδι του αναπαράγει τον γλυκόφωνο ύμνο των Μουσών.

Η ήττα του Τυφωέα επισφραγίζεται, καθώς η ηχητική του επανάσταση καταντά ένα μέρος του αρμονικού τραγουδιού των Μουσών, όπως αυτό εκφράζεται μέσα από τον Ησίοδο, τον ποιητή που είναι φερέφωνο όργανο των Μουσών. Γι᾽αυτό το τρομερό αυτό χθόνιο τέρας έχει τη συμπάθειά μου. Γιατί οι άναρχες κραυγές του ακούγονται σ᾽ένα γλυκόφωνο τραγούδι που υμνεί το Δία. Οι Μούσες στο τέλος έχουν το αφηγηματικό μονοπώλιο στη Θεογονία. Κι όποιος έχει τη δύναμη να αφηγείται έχει και τη δύναμη να δημιουργεί αλλά και να παραμορφώνει.

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Το τέλος μιας σχέσης



Κακόμοιρε Κάτουλλε, σταμάτα τις ανοησίες,
κι αυτό που βλέπεις ότι χάθηκε χαμένο θεώρησέ το.
Άστραφτε κάποτε για σε λαμπρό το φως του ήλιου
όταν συχνά επήγαινες όπου η κοπέλα σε οδηγούσε,
αυτή που αγάπησες όσο δεν θα αγαπηθεί καμία άλλη.
Εκεί πολλά παιχνίδια ηδονικά χαιρόσασταν,
που εσύ ήθελες και η κοπέλα δεν τα αρνιόταν,
αλήθεια άστραφτε για σε λαμπρό το φως του ήλιου.
Τώρα εκείνη άλλο πια δεν θέλει, κι εσύ ανήμπορος αρνήσου,
κι ούτε να κηνυγάς ό,τι φεύγει ούτε κακόμοιρος να ζεις,
αλλά υπόμεινε με σταθερή φρόνιση, και βάστα γερά.
Γεια σου, κοπέλα. Τώρα ο Κάτουλλος βαστά γερά,
δεν θα σε ζητά κι ούτε άθελά σου θα σε παρακαλά.
Αλλά εσύ θα υποφέρεις, όταν κανείς δεν θα σε ψάχνει.
Κακούργα, αλίμονό σου, τι ζωή σου απομένει;
Ποιος θα σε βλέπει τώρα; Σε ποιον θα φαίνεσαι ωραία;
Ποιον τώρα θα αγαπάς; Ποιανού θα λες ότι είσαι;
Ποιον θα φιλάς; Ποιανού χειλάκια θα δαγκώνεις;
Όμως εσύ, Κάτουλλε, αποφασισμένος βάστα γερά.

Κάτουλλος 8

Miser Catulle, desinas ineptire,
et quod vides perisse perditum ducas.
fulsere quondam candidi tibi soles,
cum ventitabas quo puella ducebat,
amata nobis quantum amabitur nulla.
ibi illa multa tum iocosa fiebant,
quae tu volebas nec puella nolebat.
fulsere vere candidi tibi soles.
nunc iam illa non vult: tu quoque, impotens, noli,
nec quae fugit sectare, nec miser vive,
sed obstinata mente perfer, obdura.
vale, puella, iam Catullus obdurat,
nec te requiret nec rogabit invitam.
at tu dolebis, cum rogaberis nulla.
scelesta, vae te! quae tibi manet vita?
quis nunc te adibit? cui videberis bella?
quem nunc amabis? cuius esse diceris?
quem basiabis? cui labella mordebis?
at tu, Catulle, destinatus obdura!

Με αυτόν τον τρόπο ο λυρικός ποιητής Κάτουλλος βάζει οριστικό τέλος στη σχέση του με μια κοπέλα που, τουλάχιστον σ᾽αυτό το ποίημα, δεν ονομάζει. Κατά πόσο όμως το τέλος αυτό είναι οριστικό; Όσοι είχαν χρόνο να ξεφυλλίσουν το βιβλιαράκι του Κάτουλλου ξέρουν ότι η αντρίκια αποφασιστικότητα του ποιήματος υπονομεύεται από τις επώδυνες διακυμάνσεις της σχέσης του ποιητή με μια femme fatale, η οποία εμφανίζεται στη συλλογή με το ποιητικό ψευδώνυμο Λεσβία. Όμως αρκεί και μόνο η ανάγνωση του συγκεκριμένου ποιήματος για να καταλάβουμε ότι η στεντόρεια αποφασιστικότητα δεν είναι παρά η επιφάνεια μιας βαθιάς ανικανότητας του ποιητή να θέσει τέρμα στα ερωτικά του παθήματα.

Το αν το ποίημα αυτό έχει οποιαδήποτε σχέση με την πραγματική ζωή του Κάτουλλου απασχόλησε παλιότερες γενιές φιλολόγων. Η σύγχυση που προκάλεσε η βιογραφική πλάνη στη λογοτεχνική ερμηνεία ανήκει πλέον στο παρελθόν κι έτσι μπορούμε να διαβάσουμε τον Κάτουλλο απαλλαγμένοι από το βιογραφικό μελό που κληρονομήσαμε από το ρομαντισμό. Το ποίημα αυτό, ας μην ξεχνάμε, δεν το έγραψε ο John Keats, αλλά ένας ποιητής που είχε σημαία του τη φιλοκέρτομο ποιητική των Αλεξανδρινών.

Παρόλη την ομολογουμένως συγκλονιστική αμεσότητα ενός ποιήματος που κατορθὠνει να συνδυάσει το πάθος ενός αβίαστου λυρισμού με ένα πεζό λεξιλόγιο καθημερινότητας, πίσω από τα στιχάκια του Κάτουλλου κρύβεται μια πληθώρα λογοτεχνικών μοτίβων. Τα αναγνωστικό κοινό του Κάτουλλου δεν θα δυσκολευόταν να αναγνωρίσει ότι ο ποιητής παρουσιάζει τον εαυτό του ως τον στερεοτυπικό νεαρό εραστή της Νέας Κωμωδίας του Μενάνδρου, του Πλαύτου και του Τερέντιου. Στην αρχή του Ευνούχου του Τερέντιου, για παράδειγμα, ένας απεγνωσμένος νεαρός επιδίδεται σε θλιβερές παλινωδίες για το αν θα πρέπει να εγκαταλείψει την άπιστη εταίρα, στα ερωτικά δίχτυα της οποίας έχει πέσει. Το είδος αυτό του μονόλογου είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα της καντάντιας του σχιζοφρενούς εραστή. Ο νεαρός απευθύνεται στον εαυτό του και προσπαθεί να πείσει με τη λογική τα συναισθήματά του. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας μάχης βέβαια είναι συνήθως υπέρ του θυμικού. Η αποφασιστικότητα του νεαρού λιώνει, ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός, με ένα λάγνο βλέμμα της εταίρας.

Σε σχέση όμως με τα παραληρήματα των νεαρών της Νέας Κωμωδίας, η φωνή του Κάτουλλου στο παραπάνω ποίημα δεν παραπαίει και δεν παλινωδεί. Τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως. Το μόνο που ακούμε είναι ένα βροντερό "Τέρμα". Κι όμως το τέρμα αυτό υπονομεύεται από τη δομή του ποιήματος, η οποία είναι τόσο καλοδουλεμένη που κάνει τους μονολόγους της Νέας Κωμωδίας να φαίνονται ολίγον άξεστοι. Το ποίημα καλύπτει όλο το χρονικό φάσμα. Αρχίζει με το παρελθόν ("..χάθηκε...Άστραφτε...Άστραφτε), στρέφεται στο παρόν ("τώρα..") και επεκτείνεται στο μέλλον ("δεν θα σε ζητά...."). Η πλαισίωση της παρούσας δέσμευσης του Κάτουλλου με το ευτυχισμένο παρελθόν του και την αδυναμία αυτής της ευτυχίας να επαναληφθεί στο μέλλον ήδη τονίζει τη δυσκολία να κρατηθούν οι υποσχέσεις εγκαρτέρησης που ο ποιητής δίνει στον εαυτό του.

Η μετάβαση από το παρελθόν στο παρόν είναι καλά μελετημένη, ώστε να δώσει την εντύπωση της απότομης αλλαγής στη σκληρή πραγματικότητα. Ύστερα από τη λαμπρή και γλαφυρή ευτυχία του παρελθόντος ένα απότομο και ανεξήγητο "Τώρα αυτή πια δεν θέλει". Οι στίχοι 2 και 9 είναι σχεδόν ίδιοι, και η λεγόμενη ring composition είναι μία από τις πιο γνωστές μεθόδους τέλους ενός έργου ή μιας ενότητας. Η δε coda "Τώρα αυτή δεν θέλει" εντείνει την οριστικότητα του τέλους. Το τέλος όμως αυτό το έβαλε η κοπέλα, όχι ο ποιητής.

Πώς όμως αντιπαρατίθεται η αμετάκλητη άρνηση της κοπέλας με τη σκληρή στάση του ποιητή; Το τελεσίδικο μήνυμα του Κάτουλλου θα ήταν πολύ πιο πειστικό αν το ποίημα τελείωνε στο στίχο 12 "Γεια σου, κοπέλα. Τώρα ο Κάτουλλος βαστά γερά". Τέρμα. Ο αποχαιρετισμός και η ρητή διατύπωση της απόφασης είναι ο καλύτερος τρόπος να τελειώσει το ποίημα. Αν βέβαια το ποίημα ήθελε να δηλώσει την αμετάκλητη αποφασιστικότητα του ποιητή. Το ποίημα όμως φαίνεται να υπονοεί ακριβώς το αντίθετο, ότι ο Κάτουλλος αδυνατεί να εμμείνει στις σκληρές δηλώσεις του. Στις απεγνωσμένες ερωτήσεις του που ξεκινούν από το "Ποιος θα σε βλέπει τώρα;" και κλιμακώνονται με το "Ποιανού τα χειλάκια θα φιλάς;" η απάντηση είναι μία και αναπόφευκτη: "Κάποιου άλλου". Το ότι όλη αυτή η αγωνία για το μέλλον υπονομεύει τις παρούσες δεσμεύσεις του ποιητή είναι φως φανάρι.

Εν ολίγοις, ο Κάτουλλος δεν μπορεί να τελειώσει το ποίημά του κι αυτό μας λέει ότι είναι πολύ αμφίβολο ότι μπορεί να τελειώσει τη σχέση του. Αυτή η ανάγνωση μας λέει πολύ λίγα για τη ζωή του ποιητή και πάρα πολλά για την ποιητική του τέχνη. Η κατακλείδα στο στίχο 12 δεν κλείνει το ποίημα, καθώς αμέσως μετά ο ποιητής υποπίπτει σε μια αλυσίδα ανώφελων και ψυχοφθόρων ερωτήσεων. Όταν ακούμε για τρίτη φορά το "Βάστα γερά" ήδη έχουμε χάσει την πίστη μας στην αποφασιστικότητα του ερωτευμένου ποιητή. "Όποιος συχνά λέει σε πολλούς 'δεν αγαπώ', αγαπά" θα γράψει αργότερα ο Οβίδιος. "Όποιος λέει πολλές φορές τέρμα, δεν μπορεί να σταματήσει" λέω εγώ.