Μη βροντοχτυπάς τις χάντρες
η δουλειά κάνει τους άντρες
το γιαπί το πηλοφόρι το μυστρί
Λευτέρης Παπαδόπουλος
Ανήκω σε μια γενιά μεγάλο ποσοστό της οποίας πέρασε την τρίτη δεκαετία της
ζωής της χωρίς καν να διανοηθεί ότι πρέπει να δουλέψει στα σοβαρά και να
εξασφαλίσει τα προς το ζην χωρίς τη στοργική στήριξη του μπαμπά και της μαμάς.
Για να βάλει και κάνα φράγκο στην άκρη ή να στηρίξει οικογένεια ούτε συζήτηση.
Κι ας λέει ο λαϊκός στιχοπλόκος ότι η δουλειά κάνει τους άντρες κι ας λέει κι ο
λαός μας ότι η δουλειά δεν είναι ντροπή.
Στην πραγματικότητα αυτό το λέει ο λαός μας εδώ και πολλούς αιώνες, συγκεκριμένα
από την αρχαϊκή εποχή, την οποία τη θεωρούσε αρχαία ακόμη κι ο Πλάτωνας
(φανταστείτε δηλαδή για πόσο παλιά σοφία μιλάμε). Στα Έργα και Ημέραι του Ησίοδου διαβάζουμε τον παρακάτω στίχο:
ἔργον δ᾽ οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δὲ τ᾽ ὄνειδος
Έργα και Ημέραι 311
η δουλειά δεν είναι ντροπή, η αεργία είναι ντροπή
Με την ανεργία που μαστίζει τον κόσμο στην Ελλάδα και το ηθικολογικό
περίβλημα που στιγματίζει τον Ησίοδο εδώ και αιώνες ο παραπάνω στίχος ηχεί
σήμερα ως παρότρυνση να υποκαταστήσουμε την απαισιοδοξία της απραγίας με την
αισιοδοξία της πράξης. Μπορεί και να πέφτω έξω, μου φαίνεται όμως ότι οι πιο
πολλοί θα ξαφνιαστούν όταν μάθουν ότι ο παραπάνω στίχος χρησιμοποιήθηκε από
τους κατήγορους του Σωκράτη ως παράδειγμα ανήθικου στίχου που επέλεξε ο
ανυπόδητος φιλόσοφος για να διαφθείρει τους νέους. Αυτά σύμφωνα με τον
Ξενοφώντα (Απομνημονεύματα 1.2.56).
Θα πρέπει εδώ να λάβουμε υπόψη μας ότι ο Σωκράτης ουδέποτε δούλεψε στη ζωή
του. Όχι μόνο γυρνούσε κουρελής κι άφηνε την οικογένειά του να πεινάει, αλλά
κατηγορούσε και τους σοφιστές επειδή δίδασκαν επί χρήμασι. Φανταστείτε δηλαδή
σήμερα κάποιος να κατηγορεί τους δασκάλους και τους καθηγητές επειδή
πληρώνονται. Αν και με τις περικοπές οι τελευταίοι τείνουν να καταντήσουν
σωκρατικές φιγούρες.
Επομένως, ο κατήγορος μπορεί και να έχει κάποια δίκια. Η κατηγορία
στηρίζεται στην ερμηνεία του ησιόδειου στίχου. Αν πάρουμε το οὐδέν με το ἔργον, τότε πρέπει να μεταφράσουμε
«καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή». Αυτό όμως πάει να πει ότι και η κλεψιά, η
απατεωνιά, η ένθερμη υποστήριξη της τυραννίας και κάθε άλλο κακούργημα δεν
είναι ντροπή. Άρα ο Σωκράτης επέλεξε τον πιο ανήθικο στίχο του Ησίοδου για να
παρακινήσει τη νεολαία να καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα. Μια σκληρή
δουλειά στην οποία και στις μέρες μας πολλοί άνεργοι και άεργοι επιδίδονται.
Ο Σωκράτης φυσικά δε μασάει από τέτοια. Λέει ότι το οὐδέν συντάσσεται με το
ὄνειδος και ερμηνεύει το στίχο όπως μετέφρασα κι εγώ «η δουλειά δεν είναι
ντροπή». Έτσι, εξηγεί ο φιλόσοφος, το ἔργο σημαίνει την καλή εργασία, ενώ η ἀεργίη
δεν είναι απαραίτητα η τεμπελιά αλλά η ενασχόληση με επιζήμιες λοβιτούρες.
Αργία μήτηρ πάσης κακίας δηλαδή.
Η ιστοριούλα του Ξενοφώντα μου θυμίζει τους διαξιφισμούς του Σωκράτη με
τους σοφιστές. Στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα των σοφιστών ο Ησίοδος και ο Όμηρος
είχαν κεντρική θέση κυρίως γιατί προσφέρονταν για αλληγορικές ερμηνείες και
είχαν τεράστιο κύρος και πανελλήνια εμβέλεια (οι σοφιστές θυμίζω ήταν
περιφερόμενοι δάσκαλοι). Ο Σωκράτης συναγωνίζεται με τον Πρωταγόρα στον ομώνυμο
διάλογο του Πλάτωνα για την ερμηνεία ενός δύσκολου ποιήματος του Σιμωνίδη. Και
στο δικαστήριο, φαίνεται να υπονοεί η ιστορία του Ξενοφώντα, ο Σωκράτης είχε να
τα βάλει με τις σοφιστείες των κατηγόρων του.
Ας αφήσουμε όμως το Σωκράτη, τους σοφιστές και τη δικομανία της κλασικής
Αθήνας κι ας γυρίσουμε στη στέρφα Άσκρα της Βοιωτίας, εκεί που έβοσκε τα
πρόβατά του ο Ησίοδος. Το αρχαϊκό έπος εμένα με εμπνέει περισσότερο. Ο Ησίοδος
είναι η πρώτη προσωπική φωνή της δυτικής λογοτεχνίας. Ο πρώτος ποιητής που
παρουσίασε τον εαυτό του, μας είπε το όνομά του, μίλησε για τα οικογενειακά του
προβλήματα και την πάλη του να επιβιώσει και να ξεπεράσει τη φτώχια του σε έναν
άγονο και αφιλόξενο τόπο εξορίας. Η πρώτη αυτή προσωπική φωνή μας λέει ότι ο
καθένας μας ατομικά μπορεί να δουλέψει ενάντια στις συλλογικές αντιξοότητες.
Και μια τέτοια φωνή, ερχόμενη από τα βάθη της αρχαϊκής εποχής όπου οι έννοιες
της ατομικής πρωτοβουλίας και της προόδου ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτες, είναι
συγκλονιστική.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι πιο δημοφιλείς στίχοι του Ησίοδου στην αρχαιότητα
είναι οι παρακάτω:
τὴν μέν τοι κακότητα καὶ ἰλαδὸν ἔστιν ἑλέσθαι
ῥηιδίως· λείη μὲν ὁδός, μάλα δ’ ἐγγύθι ναίει·
τῆς δ’ ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν
ἀθάνατοι· μακρὸς δὲ καὶ ὄρθιος οἶμος ἐς αὐτὴν
καὶ τρηχὺς τὸ πρῶτον· ἐπὴν δ’ εἰς ἄκρον ἵκηται,
ῥηιδίη δὴ ἔπειτα πέλει, χαλεπή περ ἐοῦσα.
Έργα και Ημέραι 287-92
Η μιζέρια είναι διαθέσιμη σε αφθονία κι εύκολα θα την αρπάξεις· ο δρόμος
είναι ομαλός και κατοικεί κοντά· αλλά μπροστά από την αριστεία οι αθάνατοι θεοί
έβαλαν πολύ ιδρώτα· και μακρύς κι ανηφορικός και δύσβατος ο δρόμος που οδηγεί
εκεί· αλλά όταν φτάσει κάποιος στην κορυφή, ύστερα είναι εύκολη, αν και ήταν
δύσκολη.
Το πρόβλημα με το παραπάνω χωρίο είναι ότι, όπως ο στίχος για το ότι η
δουλειά δεν είναι ντροπή, κατακλύστηκε από ηθικολογικές ερμηνείες πολύ νωρίς. Ο
Πρόδικος στήριξε την περίφημη ιστορία του για το σταυροδρόμι του Ηρακλή και
τους δρόμους της αρετής και της κακίας. Ο Τυρταίος ερμήνευσε την αρετή με
ομηρικούς όρους και μίλησε για τα ανδραγαθήματα του πολέμου υπό το πρίσμα του
Ησιόδου. Αυτό μου φαίνεται ότι παρερμηνεύει τον Ησίοδο, ο οποίος συστηματικά
υπονομεύει τον αριστοκρατικό και πολεμοχαρή κόσμο του Ομήρου, αντιπροτείνοντας
ειρήνη και σκληρή δουλειά. Ο Πλάτωνας, θέλοντας σώνει και καλά να πετάξει έξω
από την πολιτεία του τον Ησίοδο και τον Όμηρο, παραλείπει ξεδιάντροπα τον στίχο
292 και λέει ότι ουσιαστικά ο Ησίοδος μας παροτρύνει να διαλέξουμε την εύκολη
λύση της κακίας (Πολιτεία 364c)!
Νομίζω όμως ότι αν ξεμπερδέψουμε με όλες αυτές τις ηθικολογικές ερμηνείες
μπορούμε να αποκαταστήσουμε το χωρίο στα αρχαϊκά του συμφραζόμενα. Παραδόξως,
αυτή η στροφή προς τα πίσω αναδεικνύει τον Ησίοδο ως ένα ιδιαίτερα σύγχρονο
ποιητή. Τη λέξη κακότητα τη μετέφρασα ως «μιζέρια» και την αρετή ως «αριστεία»,
πολύ απλά γιατί οι λέξεις αυτές είχαν περισσότερο να κάνουν με υλικές απολαβές,
αυτό που θα λέγαμε σήμερα ποιότητα ζωής, παρά με ηθικολογικά κηρύγματα τύπου
Πρόδικου και Πλάτωνα.
Όποιος δουλεύει σκληρά, ζει άνετα φαίνεται να λέει ο Ησίοδος. Όποιος δεν
δουλεύει κερδίζει άφθονη μιζέρια. Προσέξτε την ειρωνεία ανάμεσα στην αφθονία
και την ένδεια της μίζερης ζωής, η οποία προβάλλεται και με την εμφατική figura etymologica (οι λέξεις ἰλαδὸν και ἑλέσθαι
έχουν την ίδια ετυμολογική ρίζα). Εντύπωση μου κάνει επίσης ότι ο Ησίοδος λέει
ότι η διατήρηση της κορυφής είναι πολύ πιο εύκολη από την κατάκτησή της. Όταν
επιτύχει κανείς τους στόχους του μπορεί να απολαύσει τους καρπούς των κόπων
του.
Πολλοί θα διαφωνήσουν ότι η οικονομική και επαγγελματική επιτυχία είναι το
άκρον άωτον της ενάρετης ζωής. Πολύς λόγος πέφτει για το ότι η κοινωνία μας
αποθεώνει τα υλικά αγαθά και ξεχνά άλλα πιο σημαντικά πράματα. Αλλά αυτά έχουν
να κάνουν εν πολλοίς με την τρέχουσα ηθικολογική αερολογία, η οποία, φευ, πολύ
υποδεέστερη είναι του Πλάτωνος και τους Σωκράτους. Όταν η φτώχια πιάνει πάτο,
πολλά τέτοια λόγια ακούγονται βερεσέ.
Περίπου οχτώ αιώνες αργότερα, ο Βιργίλιος, εμπνευσμένος από τα Έργα του Ησίοδου, θα γράψει στα Γεωργικά του: «τα πάντα νικά η δουλειά»
(omnia uincit labor). Παραφράζοντας και υπονομεύοντας το «τα πάντα νικά ο έρως»
(omnia uincit amor), απαράβατη αρχή της
ερωτικής ελεγείας, ο Βιργίλιος θα παρακινήσει τους Ρωμαίους να ξυπνήσουν από
την αστική τους ραστώνη, να αφήσουν τη μιζέρια της ελεγειακής καψούρας και να
στρωθούνε στη δουλειά.