"Μήπως ήρθε η ώρα να επιστραφούν τα μάρμαρα του Παρθενώνα;" ρωτάει τους αναγνώστες της η Guardian και το 94.8% απαντάει θετικά. Κάπου εκεί είναι και η δική μου ψήφος ή μάλλον οι ψήφοι μου, μιας και είπα να ψηφίσω πέντε-έξι φορές, εμπνευσμένος από το δημοκρατικό ήθος που κυλάει στο ελληνικό μου αίμα. Το ποσοστό είναι σαρωτικό, βέβαια, η αξία του όμως είναι ελάχιστη.
Ο επισκέπτης του Βρετανικού Μουσείου σήμερα θα δυσκολευτεί να βρει ευκαιρία να γράψει οργισμένα σχόλια για την "κλοπή" ή τη "λεηλασία" των μαρμάρων, δεν θα δυσκολευτεί όμως να διαβάσει τα επιχειρήματα του Βρετανικού Μουσείου που εξηγούν γιατί δεν επιστρέφουν τα μάρμαρα. Μιας και τα επιχειρήματα των υποστηρικτών της επιστροφής είναι περισσότερο γνώστα, θα επικεντρωθώ κυρίως στη ρητορική των Βρετανών. Λένε λοιπόν οι απόγονοι του Έλγιν (αλλά όχι του Byron, ο οποίος έμμετρα θρήνησε τα ελληνικά μνημεία ως defaced by British hands) ότι η Ελλάδα θέλει πίσω τα μάρμαρα για στενόμυαλους εθνικιστικούς λόγους, οι οποίοι θα αφαιρέσουν από τα συγκεκριμένα μνημεία την παγκόσμια αίγλη τους που τόσο επιτυχημένα ακτινοβολεί στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο περεμπιπτόντως προσελκύει περισσότερους επισκέπτες από κάθε άλλο μουσείο του κόσμου. Η επιστροφή των μαρμάρων στην Ελλάδα θα τα περιορίσει σε ένα πλαίσιο πατριωτικής φανφαρολογίας και θα τους στερήσει τις βαθιές τους ρίζες στο παγκόσμιο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Με δυο λόγια, τα μάρμαρα δεν ανήκουν στην Ελλάδα, ανήκουν σ' όλο τον κόσμο. Όσο για τις κραυγές αγανάκτησης του Byron και άλλων πολλών, οι Άγγλοι αρέσκονται να παραπέμπουν στο σονέτο του John Keats "Seeing the Elgin Marbles" αλλά και στα βαρυσήμαντα λόγια του Goethe περί της αρχής μιας νέας εποχής Μεγάλης Τέχνης με την απόκτηση των μαρμάρων από το Βρετανικό Μουσείο.
Κατά πόσο όμως έχουν δίκαιο αυτοί που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα θέλει τα μάρμαρα απλώς για εθνικιστικούς λόγους; Και ποια είναι άραγε τα αισθήματα των Ελλήνων προς τον Παρθενώνα; Η σύχρονη εθνική συνείδηση των Ελλήνων αποτελείται εν μέρει από την σύνδεση του νέου ελληνικού πολιτισμού με την κλασική αρχαιότητα. Η σχέση αυτή όμως δεν αποτελεί μια αδιασάλευτη συνέχεια από τον 5ο αιώνα π.Χ. ως την σήμερον ημέρα, αλλά μια σχετικά πρόσφατη ιστορία. Στην ύστερη αρχαιότητα η λέξη Έλλην είχε αποκτήσει θρησκευτική σημασία και ουσιαστικά ήταν συνώνυμο του 'μη Χριστιανός που πιστεύει στους δώδεκα θεούς.' Οι πρόγονοί μας στο Βυζάντιο θεωρούσαν εαυτούς απόγονους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και αποκαλούσαν εαυτούς Ρωμιούς, όχι Έλληνες. Όταν ο Byron και οι λοιποί φιλέλληνες ήρθαν να πολεμήσουν τους Οθωμανούς, περίμεναν να βρουν τους Έλληνες να κατοικούν σε μια ειδυλλιακή Αρκαδία, αλλά βρήκαν Ρωμιούς να ζουν υπό συνθήκες τελείως διαφορετικές από ό,τι φαντάζονταν και είχαν διαβάσει στα βιβλία τους. Η εθνική σύγκλιση των Νέων Ελλήνων με τον Χρυσό Αιώνα του Περικλή αρχίζει άμα τη γενέσει του σύγχρονου ελληνικού κράτους και μάλιστα δεν είναι προϊόν made in Greece, αλλά εισαγόμενο εκ δυσμών, από Γερμανούς, Γάλλους, και Άγγλους. Τώρα όμως που μας έδωσαν όλοι αυτοί να καταλάβουμε από πού κρατάει η σκούφια μας, θέλουμε τα πράγματά μας πίσω.
Νομικά πάντως η Ελλάδα δεν έχει κανένα επιχείρημα για την διεκδίκηση των μαρμάρων, γιατί διεθνές δίκαιο δεν υπήρχε όταν ο Έλγιν πλιατσικολογούσε τις ελληνικές αρχαιότητες για να στολίσει τους κήπους του. Μπορούμε να φωνάζουμε όμως όσο θέλουμε. Το θέμα ανακίνησε ηχηρά η αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, φυσικά χωρίς αποτέλεσμα. Το δακρύβρεχτο μελόδραμα μπορεί να περνά στο θεατρικό σανίδι δεν φτουράει όμως στην πολιτική αρένα. Η δε κυβέρνηση του ΠαΣοΚ υπό τον Ανδρέα έδωσε σοσιαλιστικό αέρα στην πολιτική εν Ελλάδι, δεν κατάφερε όμως να απαλλαγεί από εθνικιστικές ατραπούς.
Σήμερα τα πράγματα έχουν προχωρήσει στην πολιτική. Υπουργός πολιτισμού είναι ο κύριος Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος γνωρίζει καλά τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού και είναι σίγουρα πολιτικός με όλη την έννοια της λέξης (ή ξέρει τουλάχιστον ότι με την κλάψα πολιτική δεν γίνεται). Το πρόβλημα είναι ότι ο κύριος Σαμαράς ήταν υπουργός εξωτερικών σε μια σκοτεινή περίοδο, όπου η εθνικιστική αδιαλλαξία και, τολμώ να πω, βλακεία της ελληνικής πολιτικής έφτασε στο ζενίθ της, ενώ ο ίδιος δεν ήταν απλώς κάποιος που παρασύρθηκε στον κυκεώνα του πατριωτικού παραληρήματος, αλλά υπήρξε πρωτεργάτης πρωτοβουλιών που αμαύρωσαν διεθνώς το πρόσωπο της χώρας μας. Με δυο λόγια, η κυβέρνηση σήμερα έχει μεν έναν έμπειρο και επαγγελματία πολιτικό στο τιμόνι του πολιτισμού, δυστυχώς όμως αυτός είναι καμένο χαρτί. Είναι το πρόσωπο που μπορεί να δώσει βάση στο επιχείρημα των Βρετανών.
Πέρα από τα μάρμαρα του Παρθενώνα, πολλοί αρχαιολόγοι διαμαρτύρονται για τη στράτευση των αρχαιοτήτων για εθνικιστικούς λόγους στην Ελλάδα και φυσικά σε άλλες χώρες. Το διαβατήριό μου, για παράδειγμα, έχει το δίσκο της Φαιστού, ένα πολυσυζητημένο εύρημα το οποίο ουδείς γνωρίζει τι λέει και σε ποια γλώσσα τα λέει. Ο δε Παρθενώνας, εκτός από ναός της Αθηνάς κατά καιρούς υπήρξε χριστιανικός ναός, τζαμί, και σήμερα είναι απλώς ένα μάτσο ερείπια. Κατά πόσο μπορούμε να αγνοήσουμε όλη αυτή την ιστορία σήμερα και να ενδιαφερθούμε απλώς για τον Περικλή; Αυτό και άλλα ερωτήματα προσπαθεί να απαντήσει η Mary Beard, καθηγήτρια του Cambridge, στο βιβλίο της The Parthenon , το οποίο ασχολείται επίσης με το ακανθώδες θέμα των ελγινείων χωρίς όμως να παίρνει θέση υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης. Το βιβλίο απευθύνεται στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό και το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Όσο για το τι πιστεύω για τα επιχειρήματα των Βρετανών, πιστεύω ότι είναι απλώς δικαιολογίες. Η παγκόσμια διάσταση που υποστηρίζουν ότι δίνουν στα μάρμαρα για μένα είναι απλώς η απεικόνιση της αποικιοκρατικής πολιτικής της πάλαι ποτέ κραταιάς αυτοκρατορίας τους. Το ότι επισκέπεται πολύς κόσμος το μουσείο είναι ένας από τους λόγους που δεν μπορείς να δεις τίποτε. Και το ότι από ό,τι φαίνεται η κοινή γνώμη ακόμη και στη χώρα τους βλέπει θετικά την επιστροφή των μαρμάρων λέει πολλά για το πόσο ο ημέτερος εθνικισμός θα βλάψει τα μάρμαρα. Και όπως και να το κάνουμε, μιλάμε για κομμάτια που μπορούν να ενωθούν έστω εν μέρει με ό,τι ξέφυγε από τα νύχια του Έλγιν.
Όσο για μας, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι η κλασική αρχαιότητα δεν είναι κτήμα μας. Πόσοι άραγε συνειδητοποιούν ότι το απλό γεγονός ότι σήμερα μπορούμε να διαβάσουμε τον Σοφοκλή, τον Θουκυδίδη, τον Πλάτωνα και πολλούς άλλους αρχαίους κλασικούς το οφείλουμε απλώς στις εκδόσεις της Οξφόρδης και της Teubner; Τα κείμενα όμως είναι πάντα πιο απλή υπόθεση από τα μνημεία. Τα μεν μπορείς να τα αγοράσεις, τα δε άμα τα χάσεις άντε να τα βρεις. Γιατί το πιο ισχυρό και ατράνταχτο επιχείρημα των Άγγλων είναι απλό και είναι το εξής: Finders keepers, losers weepers.