Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Η Μάσκα της Τραγωδίας (2)

κυριωτέρα περὶ τὴν ἀπεργασίαν τῶν ὄψεων ἡ τοῦ σκευοποιοῦ τέχνη
Αριστοτέλης, Ποιητική 1450b.20

για την αποτελεσματικότητα όσων βλέπουμε η πιο βασική τέχνη είναι αυτή του κατασκευαστή μασκών

Ξέρω, έχω ξαναγράψει κείμενο με αυτόν τον τίτλο, μόνο που δεν μίλησα για τη μάσκα, αλλά για το πώς η σύμβαση των τριών υποκριτών στην αρχαιοελληνική τραγωδία όχι μόνο δεν περιόρισε τη θεατρική τέχνη των ποιητών, αλλά αποδείχθηκε ουσιαστικό δραματικό εργαλείο στα χέρια των τριών μεγάλων τραγικών μας (το "μας" το χώνω έτσι για να λαϊκίσω λίγο). Τώρα όμως θα σας πω για τη μάσκα, σταράτα πράματα.

Είναι γνωστό ακόμη και σε μη μύστες της διονυσιακής λατρείας ότι στην κλασική Αθήνα όλοι οι υποκριτές και όλος ο χορός φορούσαν μάσκες. Και στις τραγωδίες και στις κωμωδίες. Η εξήγηση που κυκλοφορεί στην πιάτσα είναι ότι η μάσκα ήταν τελετουργικό σύμβολο (κάτι σαν θρησκευτικό φετίχ) άμεσα συνδεδεμένο με τον αρχέγονα θρησκευτικό χαρακτήρα της τραγωδίας, την έκσταση κτλ. Επίσης κυκλοφορεί στην πιάτσα (όχι μόνο στη φιλολογική αλλά και τη θεατρική) ότι με τη μάσκα εκφραζόταν ένα και μόνο συναίσθημα. Όσον αφορά την τραγωδία (για την κωμωδία θα σας γελάσω, ακόμα κι ο Αριστοτέλης τα βρήκε μπαστούνια εκεί), αυτή η συναισθηματική στατικότητα αντικατοπτρίζει το αμετάβλητο μεγαλείο των τραγικών ηρώων. Ο τραγικός ήρωας δηλαδή δεν άγεται και φέρεται από συναισθήματα σαν τον απλό κοσμάκη. Η πεμπτουσία της ψυχοσύνθεσής του παραμένει η ίδια βρέξει χιονίσει. Και το βάθος του χαρακτήρα του αποτυπώνεται στην επιφάνεια της μάσκας.

Μ' αυτά και μ' αυτά οι σύγχρονες παραστάσεις ξεφορτώθηκαν τις μάσκες (και αν έχετε δει παράσταση αρχαίας τραγωδίας με μάσκες, να μου γράψετε). Σου λέει, καλύτερα η εκφραστικότητα του ανθρώπινου προσώπου παρά το ξύλινο προσωπείο της μάσκας. Έτσι ικανοποιείται και το ψώνιο των ηθοποιών άλλωστε. Και δεν μπορεί τώρα ο Οιδίποδας να έχει τα ίδια μούτρα στην αρχή της τραγωδίας όταν είναι προβληματισμένος πλην αποφασισμένος, στη συνέχεια όταν είναι εξοργισμένος και στο τέλος όταν είναι συντετριμμένος. Για να μην πω για τον φύλακα στην αρχή του Αγαμέμνονα που αλλάζει συναισθήματα (έκπληξη, φόβος, οργή, λύπη, ντροπή) κάθε τρεις στίχους.

Κι όμως, σ' αυτόν τον κόσμο και τα πιο καθιερωμένα οικοδομήματα καταρρέουν. Ειδικά αν έχουν σάπια θεμέλια. Εν έτει 2011, ο Peter Meineck, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (NYU) και καλλιτεχνικός διευθυντής στο Aquila Theatre της πόλης που δεν κοιμάται ποτέ, έρχεται να αμφισβητήσει τις απόψεις περί ακαμψίας της θεατρικής μάσκας και να ταράξει τον ύπνο κλασικών κειμένων που αναπαύονται μακάρια σε σκονισμένα ράφια εδώ και αιώνες. Και όχι μόνο τα κείμενα να ξυπνήσει, αλλά και τους ανθρώπους του θεάτρου που πίστεψαν αυτά που τους έλεγαν οι φιλόλογοι (αυτοί που έχουν τα σκονισμένα ράφια δηλαδή). Κι όποιος πιστεύει ότι έχουμε τελειώσει με τις ερμηνείες της τραγωδίας, ας περάσει μια βόλτα από το NYU.

Ας φανταστούμε λίγο το σκηνικό της παράστασης μιας αρχαίας τραγωδίας. Το θέατρο είναι ανοιχτό και απλό (ξύλινο κατά βάση, τα πέτρινα θέατρα τύπου Επιδαύρου είναι μεταγενέστερα). Ο θεατής στο ανοιχτό θέατρο πολύ πιο εύκολα θα αφαιρεθεί, κακά τα ψέματα. Ειδικά αν έχει θέα την Ακρόπολη και είναι μέρα. Ο φωτισμός είναι φυσικός και για να μην αποσπασθεί η προσοχή των θεατών θέλει κόπο. Σε ένα τέτοιο φυσικό περιβάλλον, η μάσκα σε πρώτη φάση δημιουργεί μια διακριτή αίσθηση θεατρικότητας, λειτουργεί ως εργαλείο ανοικείωσης. Η μη φυσικότητα της μάσκας δηλαδή δημιουργεί την απαραίτητη απόσταση από το ρεαλιστικό περιβάλλον του παρόντος στο μυθικό κόσμο της τραγωδίας. Μέσω αυτής της αντίστιξης όμως γίνεται αμέσως το επίκεντρο της προσοχής των θεατών. Όλα τα βλέμματα πέφτουν στο προσωπείο του υποκριτή.

Κατά πόσο όμως το προσωπείο αυτό είναι αμετάβλητο; Ο Meineck αναφέρει πολύ εύστοχα το παράδειγμα της Mona Lisa. Το μυστηριώδες χαμόγελο της Τζοκόντα προβάλλει την πολύπτυχη αμφισημία του καθώς εναλλάσσεται με το εντυπωσιακό τοπίο από πίσω. Προσπαθήστε να εστιάσετε όσο γίνεται πιο κοντά στο χαμόγελο, στη συνέχεια αφήστε το βλέμμα σας να ξεκουραστεί στο τοπίο και επιστρέψτε στο χαμόγελο. Η αινιγματική πολυμορφία του πιο διάσημου χαμόγελου γίνεται έτσι εμφανής.


Ας γυρίσουμε τώρα στην αρχαία παράσταση. Το βλέμμα των θεατών εναλλάσσεται ανάμεσα στη μάσκα, η θεατρικότητα της οποίας προσελκύει το κοινό, και το φυσικό τοπίο. Η εναλλαγή αυτή, ανάμεσα στην θεατρική εστίαση και τη φυσική διάχυση του βλέμματος, δημιουργεί ένα αποτέλεσμα παρόμοιο με το χαμόγελο της Τζοκόντα. Τα συναισθήματα που βλέπει κάποιος στη μάσκα αλλάζουν. Κι αν αυτή η ανάλυση έχει βάση, τα περί στατικότητας της μάσκας πάνε περίπατο.

Φυσικά, πέρα από την εναλλαγή ανάμεσα στη θεατρική εστίαση στη μάσκα και την οπτική διάχυση στο φυσικό περιβάλλον βασικό ρόλο παίζει η κίνηση, η μουσική, ο χορός και ο λόγος στον ορισμό των συναισθημάτων. Και η αρχαία τραγωδία είχε από όλα αυτά. Ας πάρουμε το διάσημο παράδειγμα του ρώσου σκηνοθέτη Λεβ Κουλέσοφ. Το 1917 ο Κουλέσοφ γύρισε ένα μικρό φιλμάκι στο οποίο βλέπουμε για λίγο το πρόσωπο ενός ανθρώπου, στη συνέχεια βλέπουμε μια σούπα, ύστερα πάλι το πρόσωπο του ανθρώπου, στη συνέχεια ένα νεκρό μωρό, ύστερα πάλι το πρόσωπο του ανθρώπου, και στη συνέχεια μια ωραία γυναίκα, και τέλος πάλι το πρόσωπου του ανθρώπου. Και στις τρεις περιπτώσεις βλέπουμε ακριβώς την ίδια έκφραση του προσώπου (η ίδια λήψη δηλαδή προβάλλεται τρεις φορές). Κι όμως ο εγκέφαλός μας ερμηνεύει την έκφραση διαφορετικά. Ο ηθοποιός φαίνεται πεινασμένος μετά τη σούπα, θλιμμένος μετά το νεκρό παιδί και λάγνος μετά τη γυναίκα. Ρίξτε μια ματιά:


Κι όλα αυτά χωρίς ο ηθοποιός μας (ονόματι Ivan Mozzhukhin) να φοράει μάσκα, αλλά μόνο το έντονο make up του βωβού κινηματογράφου. Παραδόξως, επειδή η μάσκα στερείται των πολλαπλών εκφραστικών αποχρώσεων που προκαλούνται από τους πολυάριθμους μυς του προσώπου μας, ο εγκέφαλός μας γίνεται πιο δημιουργικός όταν βλέπει μια μάσκα, καθώς αυτόματα αισθάνεται την ανάγκη να συμπληρώσει τους συναισθηματικούς σπασμούς του προσώπου και να χαράξει εκφραστικές γραμμές στην επιφάνεια της μάσκας. Ο θεατής έτσι παίρνει ενεργητικό μέρος στην παράσταση. Δεν είναι παθητικός αποδέκτης αλλά συμπάσχει ενεργά σκιαγραφώντας πρόσωπα πάνω στο προσωπείο. Έτσι η μάσκα παίζει καταλυτικό ρόλο στο να μοιράζεται το κοινό τα συναισθήματα των ηρώων, πράμα πολύ βασικό στην τραγωδία όπως μας λέει ο Αριστοτέλης.

Ένα άλλο πείραμα καταδεικνύει ακριβώς αυτό το παράδοξο. Ότι η μάσκα δηλαδή, λόγω της φαινομενικής αδιαλλαξίας της καταλήγει να είναι πιο εκφραστική από το ανθρώπινο πρόσωπο. Ο εγκέφαλός μας είναι προγραμματισμένος να αναγνωρίζει πρόσωπα και συναισθήματα όπως αυτά αποτυπώνονται στα πρόσωπα. Καθώς η μάσκα περιορίζει αυτές τις δυνατότητες, οι εγκεφαλικοί νευρώνες αισθάνονται την ανάγκη να συμπληρώσουν τα κενά και να δημιουργήσουν παραισθήσεις οι οποίες εν τέλει προσλαμβάνονται ως βιώματα. Στο πείραμά μας, ζήτησαν από έναν εθελοντή να μπει στη σκηνή και να καθίσει σε μια καρέκλα για πέντε λεπτά χωρίς να κάνει τίποτα. Το κοινό ύστερα ρωτήθηκε πώς αισθάνεται ο ηθοποιός, πού βρίσκεται και τι σκέφτεται. Στη συνέχεια ζήτησαν από ένα δεύτερο εθελοντή να κάνει το ίδιο και ρώτησαν το κοινό τις ίδιες ερωτήσεις. Τα σενάρια που προέκυψαν από τις δύο περιπτώσεις ήταν ριζικά διαφορετικά. Οι λόγοι βέβαια μπορεί να είναι πολλοί, αλλά μια αιτία σίγουρα είναι ότι κανείς δεν μπορεί να καθίσει για πέντε λεπτά "χωρίς να κάνει τίποτα". Οι κινήσεις και το πρόσωπο θα προκαλέσουν ερμηνείες. Και τα διαφορετικά πρόσωπα των δύο εθελοντών οδήγησαν το κοινό σε διαφορετικά σενάρια.

Το ίδιο πείραμα επαναλήφθηκε, αλλά τώρα οι ηθοποιοί φορούσαν μάσκα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η μάσκα αποδείχθηκε πολύ πιο αμφίσημη και δυσερμήνευτη από το γυμνό πρόσωπο (κάθε άλλο παρά απλή και στατική δηλαδή), αλλά και ότι τα σενάρια του κοινού ήταν πολύ πιο ποικίλα και σύνθετα. Το κοινό προσλαμβάνει τη θεατρικότητα της μάσκας και ως αποτέλεσμα μυείται στη δραματική εμπειρία όχι προσλαμβάνοντας παθητικά αλλά συμμετέχοντας ευφάνταστα. Η μάσκα έτσι ανοίγει ένα ολόκληρο πεδίο δραματικών δυνατοτήτων αντί να περιορίζει την έκφραση των υποκριτών και το ενδιαφέρον των θεατών.

Είναι αλήθεια ότι για τις μάσκες της αρχαιοελληνικής τραγωδίας ξέρουμε λίγα πράματα. Δεν έχουν καμία σχέση πάντως με τις μεγάλες και παραμορφωμένες μάσκες της ελληνιστικής εποχής που συνήθως έχουμε στο μυαλό μας. Παραστάσεις σε αγγεία δείχνουν ότι οι μάσκες της κλασικής τραγωδίας ήταν ιδιαίτερα ρεαλιστικές και καθόλου υπερβολικές:



Παραδόξως αυτός ο ρεαλισμός του προσωπείου κινεί πιο δραστικά τη φαντασία των εγκεφαλικών νευρώνων που συμπληρώνουν πιο εύκολα επίπλαστες συναισθηματικές εκφράσεις πάνω σε μια αληθοφανή μάσκα.

Αξίζει επίσης να αναφέρω τις μάσκες του γιαπωνέζικου θεάτρου Νο, οι οποίες ξέρουμε ότι αλλάζουν έκφραση ανάλογα με την οπτική γωνία από την οποία θα τις δούμε. Ιδού ένα παράδειγμα:

   
Έχει διαπιστωθεί ότι οι μάσκες αυτές αλλάζουν εκφράσεις ανάλογα με την οπτική γωνία και το φωτισμό σε μεγαλύτερο βαθμό από ένα ακίνητο ανθρώπινο πρόσωπο όταν το προσεγγίζουμε από διαφορετικές γωνίες.

Είχαν άραγε οι αρχαιοελληνικές μάσκες παρόμοιες εκφραστικές δυνατότητες; Δεν θα το μάθουμε μάλλον ποτέ. Αυτό που λέει ο Αριστοτέλης πάντως (και το οποίο παραθέτω στην αρχή) για την τέχνη του σκευοποιού μαρτυρεί ότι η κατασκευή της μάσκας δεν ήταν απλή υπόθεση. Η ελληνική λέξη 'πρόσωπο' πάντως είναι φανταστική αν αναλογιστούμε την οπτική γωνία του ορισμού της. Σημαίνει 'αυτό που βρίσκεται μπροστά στο βλέμμα μας' και άρα δηλώνει ότι το πρόσωπο δεν υπάρχει αυτόνομα αλλά προϋποθέτει αυτόν που το βλέπει.