Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

Θητεία

turpe senex miles
"Άσχημο πράμα ο γέρος στρατιώτης"
Οβίδιος

Η φωνή αυτού του blog θα σωπάσει όσο θα υπηρετεί τη μαμά πατρίδα.

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Η σιωπή των αχαμνών


Η τελευταία ανάρτηση ήταν πρωταπριλιά και κινδυνεύω να θεωρηθώ ότι γράφω σ' αυτό το blog για πλάκα. Ακόμη χειρότερα, καθώς τις δύσκολες τούτες μέρες πολλοί λόγιοι και σοφοί έχουν επιλέξει τη γλαφυρή σιωπή από την αδολεσχή φλυαρία κατά των κακών κειμένων της ημεδαπής και πάσης της υφηλίου, κινδυνεύω να θεωρηθώ κι εγώ ότι προβάρω την πόζα του ενεού διανοούμενου. Κάθε άλλο μάλιστα. Για να διαψεύσω τέτοιες τυχόν αιτιάσεις, γράφω για να μη θεωρηθεί ότι σιωπώ επίτηδες. Βουβή φωνή βοώντος δεν βγάζει κανένα νόημα.

Ο κ. Καστανίδης άλλωστε είπε ότι ούτε οι βιομήχανοι ούτε οι διανοούμενοι πρέπει να μιλούν γιατί είναι διαπλεκόμενοι και κορύφωσε τη βαρυσήμαντη κορόνα του με τη λαϊκή σοφία "χόρτασε η ψείρα και βγήκε στο γιλέκο". Ως άνθρωπος που κατατρέχει στην αστείρευτη πηγή της λαϊκής μούσας έρχεται εμμέσως πλην σαφώς σε αντίθεση με τους διανοούμενους που κατακεραύνωσε και του δίνω άριστα για τη ρητορική του. Το πώς οι βιομήχανοι βρέθηκαν στο ίδιο καζάνι με τους διανοούμενους και ποιοι είναι αυτοί οι διανοούμενοι δεν μας επιτρέπουν τα λεγόμενα του υπουργού να το γνωρίσουμε με βεβαιότητα. Μπορούμε να είμαστε κάπως πιο σίγουροι όμως για το ότι η πληθώρα των ελλήνων διανοούμενων και επιχειρηματιών κατοικεί στο εξωτερικό κι έτσι ο κ. Καστανίδης μπορεί να κοιμάται ήσυχος.

Πίσω στους διανοούμενους που σιωπούν όμως. Πρόσφατα ο νικητής του λογοτεχνικού βραβείου του περιοδικού "Διαβάζω" στην κατηγορία δοκίμιο, Γιάννης Κιουρτσάκης, αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο του λόγω των δύσκολων ημερών και δυσαρέστησε το Μένη Κουμανταρέα με την απουσία του. Κι ενώ στο Λύκειο μάς βάζανε να προβληματιστούμε για τη σιωπή των πνευματικών ανθρώπων, δε μας είπαν ποτέ ότι μερικοί από αυτούς καλύτερα να μασάν παρά να μιλάν. Σε περιόδους κρίσης, αποδεικνύουν εύκολα όχι μόνο ότι βρίσκονται μακριά από την πραγματικότητα αλλά και μακριά από τον κόσμο του πνεύματος.

Πρόσφατα ο διάσημος γάλλος σκηνοθέτης Jean-Luc Godard (βλ. φωτογραφία) αρνήθηκε να παραβρεθεί στις Κάννες, καθώς το όνομα της παραθαλάσσιας τούτης πόλης δεν παραπέμπει πλέον στη σφαγή των Ρωμαίων από τους Καρχηδόνιους, αλλά στο φεστιβάλ κινηματογράφου, με τις Φεράρι, τις Πόρσε, τις σαμπάνιες, το χαβιάρι, και τις καλλίγραμμες καλλονές που επιδεικνύουν τα ηλιοκαμένα κάλλη τους κάτω από τα πανάκριβα φορέματά τους. Δεν πάω, λέει ο Godard, τη στιγμή που η Ελλάδα καίγεται και ο κόσμος χτενίζεται. Τι σχέση έχει τώρα το φεστιβάλ κινηματογράφου με το δημοσιονομικό χάλι της Ελλάδας εναπόκειται στη φαντασία μας να το βρούμε. Σε περίπτωση όμως που δεν καταλάβαμε καλά τους λόγους για τους οποίους ο Jean-Luc θα απουσιάσει από τα πάρτι στη γαλλική Ριβιέρα, μας υπενθυμίζει ότι όλος ο κόσμος χρωστάει στην Ελλάδα, που έδωσε το Σοφοκλή, τον Περικλή, τη Δημοκρατία και τον Αριστοτέλη σε όλη την ανθρωπότητα. Υποθέτω ότι ο Γάλλος δεν παρακολουθεί το παρόν blog, στο οποίο κατά καιρούς προσπάθησα να επισημάνω ότι η συνέχεια του αρχαίου ελληνικού με το νέο ελληνικό κόσμο είναι μάλλον σχηματική παρά γραμμική. Επειδή ο Σοφοκλής έγραψε την Αντιγόνη, λέει ο Godard, ο κόσμος πρέπει να πλερώσει τα χρέη της Ελλάδας.

Όσοι έχουν διαβάσει το Hollywood του Bukowski, θα θυμηθούν την επιβλητική παρουσία του Godard στο μυθιστόρημα και τη σκιαγράφησή του ως εκκεντρικής διάνοιας, του οποίου η χρόνια σιωπή διαταράσσεται από παραληρηματικές εκρήξεις. Οι υπόλοιποι θα διαπιστώσουν ότι οι δηλώσεις του προβλήθηκαν θετικά στα ελληνικά μέσα αποδεικνύοντας ότι η κολακεία αποβλακώνει τους δέκτες της (κάτι που άλλωστε μας δίδαξε ο Μένανδρος και γι' αυτό μας χρωστά πνευματικά δικαιώματα αιώνων όλο το ευρωπαϊκό θέατρο).

Στο ίδιο μήκος κύματος, διαβάζω στην "Καθημερινή" άρθρο του κ. Ηλία Μαγκίνη με τίτλο Η Αρετή των Ελλήνων το οποίο ασκεί κριτική σε ένα άρθρο του αμερικανού ιστορικού Victor Davis Hanson. Ο τελευταίος, σύμφωνα με τον κ. Μαγκίνη, προσπαθεί να αναλύσει το σύγχρονο Έλληνα με όρους Πελοποννησιακού πολέμου και μπερδεύει το τρυφηλό και παρηκμασμένο life style του Νεοέλληνα με τη σκληροτράχηλη και ακμάζουσα ρώμη των αρχαίων Αθηναίων, Σπαρτιατών, και Μακεδόνων. Το άρθρο του κ. Μαγκίνη δεν πιάνει πολλά πουλιά από άποψη δομής. Ξενικά επαινώντας τα βιβλία του Hanson, από τα οποία έχω διαβάσει μόνο το "Ποιος σκότωσε τον Όμηρο", το οποίο μου φάνηκε πατάτα. Στη συνέχεια, αναφέρει ότι ο ιστορικός που μας κολακεύει είναι σεσημασμένο γεράκι της Ουάσιγκτον που υποστήριξε τον Μπους. Πουθενά, απορεί ο κ. Μαγκίνης, δεν επισημάνθηκε αυτό. Το τι σχέση έχει ότι ο Hanson υποστηρίζει τον πόλεμο εναντίον του Ιράκ και του Ιράν με το άρθρο του για την Ελλάδα παραμένει ανεξακρίβωτo. Παρόλες αυτές τις "τρύπες", διάβασα με συμπάθεια το άρθρο του κ. Μαγκίνη, καθώς στηλιτεύει την ανούσια κολακεία ξένων διανοούμενων σε μια στιγμή που μόνο τέτοιες αερολογίες δε μας χρειάζονται.

Έμεινα όμως με ανοιχτό το στόμα όταν πήγα και διάβασα το άρθρο του Hanson στη Wall Street Journal. Ο Hanson όχι μόνο δεν ερμηνεύει χονδροειδώς, όπως μας λέει ο κ. Μαγκίνης, τον σύγχρονο Έλληνα με όρους 5ου αιώνα π.Χ., αλλά δεν είναι καν κολακευτικός για την Ελλάδα. Ο Davis θεωρεί τη χώρα μας ήδη χρεοκοπημένη, τονίζει ότι τα σφυροδρέπανα που έζωσαν την Ακρόπολη λίγο πριν από την έναρξη της τουριστικής περιόδους δεν ήταν και ό,τι καλύτερο. Προσπαθεί να εξηγήσει, λαμβάνοντας υπόψη του όλο το άνυσμα της ελληνικής ιστορίας, γιατί ένας λαός τόσο δημιουργικός και ικανός καταλήγει σε άλογη οργή και βία που οξύνουν προβλήματα τα οποία οι ίδιοι οι Έλληνες δημιούργησαν.

Στην τελευταία παράγραφο ο Hanson λέει ότι οι Έλληνες πέρασαν δύσκολες στιγμές στην ιστορία τους (π.χ. τραγική κατάληξη της "Μεγάλης Ιδέας", Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος) και παρόλα αυτά επιβίωσαν. Έτσι ίσως υπάρχει ελπίδα να επιβιώσουμε ύστερα κι από αυτή τη φουρτούνα. Εδώ φαντάζομαι εστίασε την προσοχή του ο κ. Μαγκίνης. Πριν από το καταληκτικό του ευχολόγιο όμως, ο Hanson λέει πολύ ρεαλιστικά ότι δεδομένου του χρέους και των δομικών δεινών της χώρας μας δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι η χώρα θα συνεχίσει την πορεία της ως σύγχρονο Ευρωπαϊκό κράτος. Το μόνο που μας μένει, είναι να δούμε τα χειρότερα του παρελθόντος και να ελπίζουμε για το μέλλον.

Μπορεί ο κ. Μαγκίνης να θεωρεί το άρθρο αυτό κολακεία, αλλά εμένα μου φαίνεται ότι ο Hanson ούτε λίγο ούτε πολύ λέει ότι ο πνιγμένος πιάνεται από τα μαλλιά του. Αν έχει δίκιο, η ιστορία θα το αποδείξει.

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Ecce Homo



Στην ταινία The Interpreter, ο αμερικανός Tobi Keller ειρωνεύεται το ρόλο που παίζουν οι διερμηνείς στο πολιτικό γίγνεσθαι σε μια προσπάθεια να πικάρει την νοτιοαφρικανή Silvia Broome. Η πρωταγωνίστρια όμως, ακλόνητη από τα καυστικά σχόλια του Αμερικανού, απαντά με βαριά προφορά πλην σε άπταιστα Αγγλικά ότι οι μεγαλύτερες πολιτικές κρίσεις ανακύπτουν λόγω γλωσσικών διαφορών χαμένων στην μετάφραση.

Με την παρούσα ανάρτηση θέλω να εξετάσω την πιθανότητα μιας τέτοιας παρεξήγησης στη συνάντηση του Ιησού με τον Πόντιο Πιλάτο. Καταρχήν θέλω να ξεκαθαρίσω ότι η προσέγγισή μου δεν είναι θεολογική, αλλά φιλολογική. Κι αν όσα λέω ίσως φανούν βλάσφημα στους πιστούς που με κατάνυξη ζουν τις άγιες τούτες μέρες, θέλω να τονίσω ότι παραδέχομαι πως για όσα λέω έχω να προσφέρω πολλές εικασίες και ουσιαστικά καμιά απόδειξη. Γι' αυτό όμως άλλωστε υπάρχουν τα blogs, για να γράφει ο καθένας το κοντό του και το μακρύ του. Όπως και να 'χει όμως, θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι η ιστορία του μάταιου τούτου κόσμου θα ήταν πολύ διαφορετική αν ο Πόντιος Πιλάτος αρνιόταν να επισφραγίσει τη θανατική καταδίκη το Ιησού.

Για να καταλάβουμε πλήρως όλες τις διαστάσεις της συνάντησης του Ιησού με τον Πιλάτο θα πρέπει πρώτα να ρωτήσουμε σε ποια γλώσσα συνεννοήθηκαν. Τα Ευαγγέλια είναι βέβαια στα Ελληνικά, αλλά αυτό επ' ουδενί δε σημαίνει ότι ο Ιησούς και ο Πιλάτος μίλησαν Ελληνικά. Η γλώσσα των Ευαγγελίων ήταν καθαρά επιλογή marketing. Όπως σήμερα αν κάποιος θέλει να γράψει κάτι που θα έχει διεθνή απήχηση γράφει Αγγλικά, έτσι και οι Ευαγγελιστές επέλεξαν την lingua franca της εποχής, τα Ελληνικά και μάλιστα την Κοινή και όχι τη λόγια διάλεκτο των αττικιστών. Οι Καθολικοί αδελφοί μας το είχαν ψυλλιαστεί και γι' αυτό (όπως και για κάποιους άλλους λόγους) αγνόησαν επί αιώνες την "αυθεντική" ελληνική εκδοχή των ευαγγελίων. Ήταν ο Έρασμος, ο Λούθηρος και η Μεταρρύθμιση που αποκατέστησαν πανηγυρικά τη μελέτη των Eλληνικών.

Για να μην τα πολυλογώ έχουμε τρεις επιλογές για τη συνομιλία Πιλάτου Ιησού: Αραμαϊκά, Λατινικά, και Ελληνικά. Τα Αραμαϊκά νομίζω μπορούμε να τα αποκλείσουμε χωρίς πολλά πολλά, αν και αυτή τη γλώσσα επέλεξε ο λόγιος Mel Gibson για να διαδραματίσει την εν λόγω σκηνή. Παρόλο που η γνώμη του είναι σεβαστή, αμφιβάλλω ότι η επίσημη εξουσία της Ρώμης θα καταδεχόταν να μιλήσει τη γλώσσα των υπηκόων της σε μια επίσημη συνάντηση. Φανταστείτε για παράδειγμα μια συνάντηση ανάμεσα στον αμερικανό στρατηγό στο Ιράκ και έναν ιρακινό κατάδικο. Σε ποια γλώσσα λέτε να γίνει η συνομιλία; Η πιθανότητα να υπήρχαν διερμηνείς δεν αποκλείεται, αλλά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πουθενά στα Ευαγγέλια και ούτως ή άλλως δεν επηρεάζει πολύ αυτό που θέλω να πω.

Μας μένουν τα Ελληνικά και τα Λατινικά. Και οι δύο γλώσσες είναι πιθανές, αλλά αν είχα να επιλέξω μία, θα έλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη ότι ο ρωμαίος έπαρχος μίλησε Λατινικά, παρόλο που πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένο ότι ήξερε Ελληνικά. Και τι αλλάζει όμως με αυτή τη γλωσσική μετατροπή θα μου πείτε;

Ας εστιάσουμε στο κρίσιμο σημείο, όπου ο Πιλάτος αλλάζει γραμμή και αποφασίζει να δώσει το πράσινο φως για την καταδίκη του Ιησού. Η λέξη κλειδί είναι η λέξη "βασιλεύς". Ο Ιησούς κατηγορείται επειδή απεκάλεσε εαυτόν υιό Θεού και βασιλέα των Ιουδαίων. Η λέξη "βασιλεύς" είναι παντελώς αθώα στα Ελληνικά. Ιδιαίτερα στα ελληνιστικά χρόνια, τα οποία προηγούνται της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι ελληνιστικοί βασιλείς έχαιραν μεγάλων τιμών και η λέξη είχε μόνο θετικές συνδηλώσεις. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει με τη λέξη rex. Οι βασιλείς ανακαλούσαν τα δεινά της ρωμαϊκής ιστορίας, την τυραννική καταπίεση των Ρωμαίων από την ετρουσκική δυναστεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε χρόνο στις 24 Φεβρουαρίου, όπως γνωρίζουμε από τον Βάρρωνα και τον Οβίδιο, οι Ρωμαίοι γιόρταζαν πανηγυρικά το διωγμό των βασιλέων, το λεγόμενο regifugium. Για να το μεταφράσουμε στη δική μας πραγματικότητα, το regifugium ήταν κάτι σαν τη γιορτή του Πολυτεχνείου και η λέξη rex ήταν όσο άσχημη η λέξη δικτάτορας για τους Νεοέλληνες. Αν κάποιος ήθελε να χρησιμοποιήσει τη λέξη rex με ουδέτερη σημασία, έπρεπε να δώσει εξηγήσεις και αυτό ακριβώς κάνει ο Σαλλούστιος στον πρόλογο του Bellum Catilinae (Igitur initio reges- nam in terris nomen imperi id primum fuit-... "Επομένως στην αρχή οι βασιλείς- γιατί αυτό ήταν αρχικά το όνομα της εξουσίας-...").

Είναι ενδεικτικό ότι αφού ο Ιούλιος Καίσαρας κατέλυσε την res publica δεν τόλμησε να αναγορεύσει εαυτόν βασιλέα, αλλά κράτησε τον στρατιωτικό τίτλο imperator, που αρχικά δεν σήμαινε αυτοκράτορας, αλλά απλώς στρατηγός. Ο Οκταβιανός Αύγουστος και ο Τιβέριος, ο οποίος είναι ο αυτοκράτορας και αφεντικό του Πιλάτου, θεώρησαν εαυτούς θεούς, αλλά ουδέποτε τόλμησαν να θεωρήσουν εαυτούς βασιλείς. Είναι ειρωνικό ότι η λέξη rex αποκτά στα Λατινικά θετικές συνδηλώσεις μόνο μετά την καθιέρωση του Χριστιανισμού και αναφέρεται ακριβώς στο βασίλειο του Ιησού.

Η ψευδής χλαμύδα επομένως και το ακάνθινο στεφάνι χλευάζουν όχι μόνο την βασιλεία του Ιησού αλλά και την βασιλεία καθαυτήν, και οι Ρωμαίοι στρατιώτες πρόθυμα προσβάλλουν τόσο τον Ιησού όσο και το θεσμό. Ο Πιλάτος όμως παίζει με ευαίσθητους όρους και οι αρχιερείς το ξέρουν αυτό πολύ καλά. Αν φανταστούμε τα λόγια των Ιουδαίων "πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι" και "Οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα῾" (Κατὰ Ιωάννην 19) η βαρύτητα που δίνεται σε ένα καθεστώς που ήταν μαύρο πανί για τους Ρωμαίους αλλάζει αυτόματα τις ισορροπίες. Η λέξη rex απομονώνεται από την ιουδαϊκή ιστορία και αντιπαραβάλλεται ευθέως με το ρωμαϊκό πολιτικό σύστημα. Και κάπου εκεί ο Πιλάτος νίπτει τας χείρας του. Η καταδίκη του Ιησού αναγράφεται στο σταυρό του Εβραϊστί, Ρωμαϊστί, Ελληνιστί. Ως βασιλεύς των Ιουδαίων είναι εχθρός της Ρώμης.

Το πρόβλημα επικοινωνίας και οι λεπτές διαφορές συνδηλώσεων ανάμεσα στις γλώσσες δεν σταματά εδώ. Στη συνάντησης του Ιησού με τον Πιλάτο, ο Ιησούς κατ᾽επανάληψη σιωπά και δεν απαντά στον Πιλάτο. Το ὁ δὲ Ἰησοὺς οὐδὲν ἀπεκρίθη διαδέχεται το ὁ δὲ Ἰησοὺς ἐσιώπα και πάει λέγοντας. Γιατί όμως ο Ιησούς δεν απαντά στον Πιλάτο; Αν ήταν πρόθυμος και εύγλωττος στις απαντήσεις του στον Καϊάφα, γιατί είναι σαφώς πιο λακωνικός με το ρωμαίο έπαρχο, ο οποίος έχει τον τελευταίο λόγο; Πολλές εξηγήσεις έχουν προταθεί (τα βασανιστήρια ας πούμε σίγουρα θα έπαιξαν κάποιο ρόλο). Ίσως όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τη γλωσσομάθεια του Ιησού. Ως υιός του Θεού σίγουρα ήξερε όλες τις γλώσσες, ως άνθρωπος όμως τα Ευαγγέλια μου δίνουν την εντύπωση ότι μάλλον δυσκολεύεται να καταλάβει και να εκφραστεί σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του. Δεν σας είπα ότι θα οργιάσουν οι εικασίες σ᾽αυτή την ανάρτηση; Ιδού λοιπόν ο άνθρωπος.

Καλές γιορτές και καλή Ανάσταση σε όλους.

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Η ακαταμάχητη γοητεία των κακών


Ανέκαθεν οι "κακοί" των διαφόρων ιστοριών και ταινιών μού φαίνονταν πολύ πιο ενδιαφέροντες από τους βασικούς και "καλούς" ήρωες. Η συμπάθειά μου νομίζω είχε με κάνει με την κατάφωρη αδικία εις βάρος του. Η τυραννική κυριαρχία του συγγραφέα τούς αφαιρούσε κάθε ελπίδα να θριαμβεύσουν στο τέλος, οι προσπάθειές τους, όσο επιτήδειες και δαιμόνιες, ήταν καταδικασμένες να αποτύχουν. Τον τελικό λόγο τον είχε μια πένα που μοιραία στο τέλος θα υπέγραφε την καταδίκη τους.

Όταν ως φοιτητής είχα πρωτοδιαβάσει την Αινειάδα, η ακαταμάχητη γοητεία της Διδώς και της ατίθασης Αμαζόνας Καμίλλας είχε επισκιάσει πλήρως τον Αινεία και τους υπόλοιπους ήρωες. Μου πήρε καιρό να καταλάβω ότι μέρος της γοητείας αυτών των γυναικών ήταν ότι ανήκαν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Ήταν οι δυο ηρωίδες που ουσιαστικά προσπάθησαν να εμποδίσουν τον ανδροκρατούμενο κόσμο ενός έπους που περιγράφει τα θεμέλια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Και ο τρόπος που οι γενναίες αυτές γυναίκες πέφτουν στην Αινειάδα είναι καθόλα άνανδρος και γι' αυτό φυσικά ευθύνονται οι ρωμαίοι εθνοπατέρες. Μακράν όμως ο αγαπημένος μου χαρακτήρας από την Αινειάδα είναι η Ερινύα Αλληκτώ. Καθώς η Ήρα την καλεί από τα ερεβώδη σκοτάδια της κολάσεως για να κυλήσει στο αίμα Τρώες και Ιταλούς προκαλώντας πόλεμο, η μεθοδικότητα και η αποτελεσματικότητα με την οποία δουλεύει η Ερινύα με την αιμόφυρτη οφιοεδή κόμη και τα κατάμαυρα φτερά είναι το αγαπημένο μου επεισόδιο από την Αινειάδα.

Όσον αφορά το ελληνικό έπος, ο αγαπημένος μου κακός είναι ο τερατόμορφος Τυφωέας από τη Θεογονία του Ησιόδου. Η Τυφωνομαχία είναι η τελευταία πρόκληση που αντιμετωπίζει ο Δίας πριν καθιερώσει εις τους αιώνας την κυριαρχία του. Εντελώς απρόσμενα, η Γαία γεννά ένα τρομερό τέρας το οποίο επιτίθεται στο κατεστημένο των ολύμπιων θεών. Η ορθολογική ερμηνεία της Τυφωνομαχίας μας λέει ότι ο Δίας, ως θεός των καιρικών φαινομένων, υποτάσσει με τον κεραυνό του τους άναρχους ανέμους του τέρατος. Η λέξη τυφώνας άλλωστε προέρχεται από τον Τυφωέα, το αβυσσαλέο αυτό τέρας που επαναστατεί με τους χαώδεις ανεμοστρόβιλούς του και συγκρούεται με τις πύρινες βροντές του Διός.

Όμως η μετεωρολογική ερμηνεία του Ησιόδου, η οποία ήταν δημοφιλής ήδη στην αρχαιότητα, δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα εδώ πέρα. Οι αφηγηματικές δυναμικές της Θεογονίας νομίζω έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Και αυτό γιατί ο Ησίοδος δημιουργεί μία αντίστιξη ανάμεσα στο άναρχο τέρας και στις αρμονικές Μούσες. Ο ποιητής περιγράφει τον χθόνιο δαίμονα με τα εκατό κεφάλια φιδιών ως εξής:

φωναὶ δ' ἐν πάσῃσιν ἔσαν δεινῇς κεφαλῇσι,
παντοίην ὄπ' ἰεῖσαι ἀθέσφατον· ἄλλοτε μὲν γὰρ
φθέγγονθ' ὥς τε θεοῖσι συνιέμεν, ἄλλοτε δ' αὖτε
ταύρου ἐριβρύχεω μένος ἀσχέτου ὄσσαν ἀγαύρου,
ἄλλοτε δ' αὖτε λέοντος ἀναιδέα θυμὸν ἔχοντος,
ἄλλοτε δ' αὖ σκυλάκεσσιν ἐοικότα, θαύματ' ἀκοῦσαι,
ἄλλοτε δ' αὖ ῥοίζεσχ', ὑπὸ δ' ἤχεεν οὔρεα μακρά.
Θεογονία 829-35

"Απ' όλα τα τρομερά του κεφάλια φωνές αντηχούσαν, φωνές κάθε είδους, ακατάληπτες. Άλλοτε σαν τους θεούς μιλούσε, άλλοτε πάλι σαν ταύρος μούγκριζε, περήφανος, άγριος και αχαλίνωτος, άλλοτε βρυχόταν σαν λιοντάρι γεμάτο θράσος, άλλοτε- θαυμαστό να το ακούσεις- οι φωνές του ακούγονταν σαν το γάβγισμα κουταβιών, ή στριγκλές τσιρίδες αντηχούσαν στα ψηλά βουνά."

Ο Τυφωέας απειλεί να βυθίσει τη βασιλεία του Διός σε ένα ηχητικό χάος. Με την απείθαρχη κακοφωνία τους, οι άναρχες κραυγές του κηρύσσουν μια επανάσταση δυσαρμονίας καθώς ο δαίμονας ωρύεται και βρυχάται λες και είναι Heavy Metal συγκρότημα, που με κραυγές μεγάλων ντεσιμπέλ αντιπαρατίθεται σε οποιαδήποτε καθεστηκυία τάξη. Το άναρχο ηχητικό του πανδαιμόνιο όμως έχει αξιώσεις μουσικής και ποιητικής τέχνης. Και εδώ το πράμα αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον.

Με συγκεκριμένες επικές φόρμουλες ο Ησίοδος αντιπαραθέτει τις φωνές του Τυφωέα με τις φωνές των Μουσών. Το τέρας εκσφενδονίζει κάθε λογής φωνές (παντοίην ὄπ᾽ ἰεῖσαι ἀθέσφατον,Θεογ. 830), σαν τις Μούσες (περικαλλέα ὄσσαν ἰεῖσαι, Θεογ. 10, ἐρατὴν διὰ στόμα ὄσσαν ἰεῖσαι, Θεογ. 65, ἀγαλλόμεναι ὀπὶ καλῇ, Θεογ. 68). Οι φωνές του αντηχούν στα ψηλά βουνά (ὑπὸ δ᾽ ἤχεεν οὔρεα μακρά, Θεογ. 835), όπως ακριβώς οι φωνές των Μουσών αντηχούν στον Όλυμπο (ἠχεῖ δὲ κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου, Θεογ. 42). Το τελευταίο επεισόδιο επομένως της Θεογονίας παραπέμπει σαφώς στην αρχή του ησιόδειου έπους.

Το λιγυρό κι αρμονικό τραγούδι των Μουσών βέβαια έχει ένα σκοπό και αυτός είναι να υμνήσει το Δία. Ένας από τους βασικούς λόγους που ο Δίας καθιερώνει το βασίλειό του, σε αντίθεση με τον Ουρανό και τον Κρόνο, είναι ότι έχει στη διάθεσή του εννέα παντοδύναμα όργανα προπαγάνδας, τις Μούσες. Οι κόρες του Δία εγγυώνται το καθεστώς του πατέρα τους με τις ακαταμάχητες φωνές του.

Ο Τυφωέας αντίθετα σπάει την μονοσήμαντη αρμονία των Μουσών με την πολυφωνία της κακοφωνίας του. Οι φωνές του ανταγωνίζονται και υπονομεύουν το φιλοβασιλικό τραγούδι των Μουσών. Από αυτή την οπτική γωνία, ο κεραυνός του Δία που κατατροπώνει τον Τυφωέα δεν είναι παρά ένα όργανο λογοκρισίας.

Το πράμα όμως δεν σταματά εδώ καθώς η αφηγηματική εστίαση της Θεογονίας επιφυλάσσει την ύστατη ταπείνωση για τον Τυφωέα. Ο Ησίοδος δεν είναι παρά το φερέφωνο των Μουσών. Το τραγούδι του είναι ακριβώς αυτό που του επέβαλαν οι Μούσες όταν τον συνάντησαν στον Ελικώνα. Η πλήρης υποταγή του ποιητή στην ποιητική και πολιτική ατζέντα των Μουσών τονίζεται ιδιαίτερα στο προοίμιο της Θεογονίας. Το ίδιο το όνομα του Ησιόδου (*hesi-wodos) ετυμολογείται από το ἱέναι και αὐδή ("βγάζω φωνή") και έτσι το όνομα του ποιητή εντάσσεται στους επικούς λογότυπους που περιγράφουν τις Μούσες και τον Τυφωέα. Μόνο που σε αντίθεση με τον Τυφωέα, το τραγούδι του αναπαράγει τον γλυκόφωνο ύμνο των Μουσών.

Η ήττα του Τυφωέα επισφραγίζεται, καθώς η ηχητική του επανάσταση καταντά ένα μέρος του αρμονικού τραγουδιού των Μουσών, όπως αυτό εκφράζεται μέσα από τον Ησίοδο, τον ποιητή που είναι φερέφωνο όργανο των Μουσών. Γι᾽αυτό το τρομερό αυτό χθόνιο τέρας έχει τη συμπάθειά μου. Γιατί οι άναρχες κραυγές του ακούγονται σ᾽ένα γλυκόφωνο τραγούδι που υμνεί το Δία. Οι Μούσες στο τέλος έχουν το αφηγηματικό μονοπώλιο στη Θεογονία. Κι όποιος έχει τη δύναμη να αφηγείται έχει και τη δύναμη να δημιουργεί αλλά και να παραμορφώνει.

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Το τέλος μιας σχέσης



Κακόμοιρε Κάτουλλε, σταμάτα τις ανοησίες,
κι αυτό που βλέπεις ότι χάθηκε χαμένο θεώρησέ το.
Άστραφτε κάποτε για σε λαμπρό το φως του ήλιου
όταν συχνά επήγαινες όπου η κοπέλα σε οδηγούσε,
αυτή που αγάπησες όσο δεν θα αγαπηθεί καμία άλλη.
Εκεί πολλά παιχνίδια ηδονικά χαιρόσασταν,
που εσύ ήθελες και η κοπέλα δεν τα αρνιόταν,
αλήθεια άστραφτε για σε λαμπρό το φως του ήλιου.
Τώρα εκείνη άλλο πια δεν θέλει, κι εσύ ανήμπορος αρνήσου,
κι ούτε να κηνυγάς ό,τι φεύγει ούτε κακόμοιρος να ζεις,
αλλά υπόμεινε με σταθερή φρόνιση, και βάστα γερά.
Γεια σου, κοπέλα. Τώρα ο Κάτουλλος βαστά γερά,
δεν θα σε ζητά κι ούτε άθελά σου θα σε παρακαλά.
Αλλά εσύ θα υποφέρεις, όταν κανείς δεν θα σε ψάχνει.
Κακούργα, αλίμονό σου, τι ζωή σου απομένει;
Ποιος θα σε βλέπει τώρα; Σε ποιον θα φαίνεσαι ωραία;
Ποιον τώρα θα αγαπάς; Ποιανού θα λες ότι είσαι;
Ποιον θα φιλάς; Ποιανού χειλάκια θα δαγκώνεις;
Όμως εσύ, Κάτουλλε, αποφασισμένος βάστα γερά.

Κάτουλλος 8

Miser Catulle, desinas ineptire,
et quod vides perisse perditum ducas.
fulsere quondam candidi tibi soles,
cum ventitabas quo puella ducebat,
amata nobis quantum amabitur nulla.
ibi illa multa tum iocosa fiebant,
quae tu volebas nec puella nolebat.
fulsere vere candidi tibi soles.
nunc iam illa non vult: tu quoque, impotens, noli,
nec quae fugit sectare, nec miser vive,
sed obstinata mente perfer, obdura.
vale, puella, iam Catullus obdurat,
nec te requiret nec rogabit invitam.
at tu dolebis, cum rogaberis nulla.
scelesta, vae te! quae tibi manet vita?
quis nunc te adibit? cui videberis bella?
quem nunc amabis? cuius esse diceris?
quem basiabis? cui labella mordebis?
at tu, Catulle, destinatus obdura!

Με αυτόν τον τρόπο ο λυρικός ποιητής Κάτουλλος βάζει οριστικό τέλος στη σχέση του με μια κοπέλα που, τουλάχιστον σ᾽αυτό το ποίημα, δεν ονομάζει. Κατά πόσο όμως το τέλος αυτό είναι οριστικό; Όσοι είχαν χρόνο να ξεφυλλίσουν το βιβλιαράκι του Κάτουλλου ξέρουν ότι η αντρίκια αποφασιστικότητα του ποιήματος υπονομεύεται από τις επώδυνες διακυμάνσεις της σχέσης του ποιητή με μια femme fatale, η οποία εμφανίζεται στη συλλογή με το ποιητικό ψευδώνυμο Λεσβία. Όμως αρκεί και μόνο η ανάγνωση του συγκεκριμένου ποιήματος για να καταλάβουμε ότι η στεντόρεια αποφασιστικότητα δεν είναι παρά η επιφάνεια μιας βαθιάς ανικανότητας του ποιητή να θέσει τέρμα στα ερωτικά του παθήματα.

Το αν το ποίημα αυτό έχει οποιαδήποτε σχέση με την πραγματική ζωή του Κάτουλλου απασχόλησε παλιότερες γενιές φιλολόγων. Η σύγχυση που προκάλεσε η βιογραφική πλάνη στη λογοτεχνική ερμηνεία ανήκει πλέον στο παρελθόν κι έτσι μπορούμε να διαβάσουμε τον Κάτουλλο απαλλαγμένοι από το βιογραφικό μελό που κληρονομήσαμε από το ρομαντισμό. Το ποίημα αυτό, ας μην ξεχνάμε, δεν το έγραψε ο John Keats, αλλά ένας ποιητής που είχε σημαία του τη φιλοκέρτομο ποιητική των Αλεξανδρινών.

Παρόλη την ομολογουμένως συγκλονιστική αμεσότητα ενός ποιήματος που κατορθὠνει να συνδυάσει το πάθος ενός αβίαστου λυρισμού με ένα πεζό λεξιλόγιο καθημερινότητας, πίσω από τα στιχάκια του Κάτουλλου κρύβεται μια πληθώρα λογοτεχνικών μοτίβων. Τα αναγνωστικό κοινό του Κάτουλλου δεν θα δυσκολευόταν να αναγνωρίσει ότι ο ποιητής παρουσιάζει τον εαυτό του ως τον στερεοτυπικό νεαρό εραστή της Νέας Κωμωδίας του Μενάνδρου, του Πλαύτου και του Τερέντιου. Στην αρχή του Ευνούχου του Τερέντιου, για παράδειγμα, ένας απεγνωσμένος νεαρός επιδίδεται σε θλιβερές παλινωδίες για το αν θα πρέπει να εγκαταλείψει την άπιστη εταίρα, στα ερωτικά δίχτυα της οποίας έχει πέσει. Το είδος αυτό του μονόλογου είναι ένα από τα καλύτερα δείγματα της καντάντιας του σχιζοφρενούς εραστή. Ο νεαρός απευθύνεται στον εαυτό του και προσπαθεί να πείσει με τη λογική τα συναισθήματά του. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας μάχης βέβαια είναι συνήθως υπέρ του θυμικού. Η αποφασιστικότητα του νεαρού λιώνει, ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός, με ένα λάγνο βλέμμα της εταίρας.

Σε σχέση όμως με τα παραληρήματα των νεαρών της Νέας Κωμωδίας, η φωνή του Κάτουλλου στο παραπάνω ποίημα δεν παραπαίει και δεν παλινωδεί. Τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως. Το μόνο που ακούμε είναι ένα βροντερό "Τέρμα". Κι όμως το τέρμα αυτό υπονομεύεται από τη δομή του ποιήματος, η οποία είναι τόσο καλοδουλεμένη που κάνει τους μονολόγους της Νέας Κωμωδίας να φαίνονται ολίγον άξεστοι. Το ποίημα καλύπτει όλο το χρονικό φάσμα. Αρχίζει με το παρελθόν ("..χάθηκε...Άστραφτε...Άστραφτε), στρέφεται στο παρόν ("τώρα..") και επεκτείνεται στο μέλλον ("δεν θα σε ζητά...."). Η πλαισίωση της παρούσας δέσμευσης του Κάτουλλου με το ευτυχισμένο παρελθόν του και την αδυναμία αυτής της ευτυχίας να επαναληφθεί στο μέλλον ήδη τονίζει τη δυσκολία να κρατηθούν οι υποσχέσεις εγκαρτέρησης που ο ποιητής δίνει στον εαυτό του.

Η μετάβαση από το παρελθόν στο παρόν είναι καλά μελετημένη, ώστε να δώσει την εντύπωση της απότομης αλλαγής στη σκληρή πραγματικότητα. Ύστερα από τη λαμπρή και γλαφυρή ευτυχία του παρελθόντος ένα απότομο και ανεξήγητο "Τώρα αυτή πια δεν θέλει". Οι στίχοι 2 και 9 είναι σχεδόν ίδιοι, και η λεγόμενη ring composition είναι μία από τις πιο γνωστές μεθόδους τέλους ενός έργου ή μιας ενότητας. Η δε coda "Τώρα αυτή δεν θέλει" εντείνει την οριστικότητα του τέλους. Το τέλος όμως αυτό το έβαλε η κοπέλα, όχι ο ποιητής.

Πώς όμως αντιπαρατίθεται η αμετάκλητη άρνηση της κοπέλας με τη σκληρή στάση του ποιητή; Το τελεσίδικο μήνυμα του Κάτουλλου θα ήταν πολύ πιο πειστικό αν το ποίημα τελείωνε στο στίχο 12 "Γεια σου, κοπέλα. Τώρα ο Κάτουλλος βαστά γερά". Τέρμα. Ο αποχαιρετισμός και η ρητή διατύπωση της απόφασης είναι ο καλύτερος τρόπος να τελειώσει το ποίημα. Αν βέβαια το ποίημα ήθελε να δηλώσει την αμετάκλητη αποφασιστικότητα του ποιητή. Το ποίημα όμως φαίνεται να υπονοεί ακριβώς το αντίθετο, ότι ο Κάτουλλος αδυνατεί να εμμείνει στις σκληρές δηλώσεις του. Στις απεγνωσμένες ερωτήσεις του που ξεκινούν από το "Ποιος θα σε βλέπει τώρα;" και κλιμακώνονται με το "Ποιανού τα χειλάκια θα φιλάς;" η απάντηση είναι μία και αναπόφευκτη: "Κάποιου άλλου". Το ότι όλη αυτή η αγωνία για το μέλλον υπονομεύει τις παρούσες δεσμεύσεις του ποιητή είναι φως φανάρι.

Εν ολίγοις, ο Κάτουλλος δεν μπορεί να τελειώσει το ποίημά του κι αυτό μας λέει ότι είναι πολύ αμφίβολο ότι μπορεί να τελειώσει τη σχέση του. Αυτή η ανάγνωση μας λέει πολύ λίγα για τη ζωή του ποιητή και πάρα πολλά για την ποιητική του τέχνη. Η κατακλείδα στο στίχο 12 δεν κλείνει το ποίημα, καθώς αμέσως μετά ο ποιητής υποπίπτει σε μια αλυσίδα ανώφελων και ψυχοφθόρων ερωτήσεων. Όταν ακούμε για τρίτη φορά το "Βάστα γερά" ήδη έχουμε χάσει την πίστη μας στην αποφασιστικότητα του ερωτευμένου ποιητή. "Όποιος συχνά λέει σε πολλούς 'δεν αγαπώ', αγαπά" θα γράψει αργότερα ο Οβίδιος. "Όποιος λέει πολλές φορές τέρμα, δεν μπορεί να σταματήσει" λέω εγώ.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Το τέλος ενός κύκλου.


Όσοι καλούνται σήμερα να γράψουν την κριτική μιας ταινίας βρίσκονται σε μια ιδιάζουσα θέση, καθώς ενώ έχουν δει την ταινία και θέλουν να την κρίνουν, αποφεύγουν να αποκαλύψουν βασικά στοιχεία της πλοκής της και κυρίως το τέλος της. Μια κριτική που δεν ακολουθεί τον παραπάνω άγραφο κανόνα χαρακτηρίζεται spoiler, μπορεί δηλαδή να καταστρέψει όλη την ουσία που κρύβεται στο να βλέπει κανείς την ταινία χωρίς να ξέρει τι θα γίνει στο τέλος. Η οπτική αυτή είναι τόσο διαδεδομένη στη σύγχρονη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο, που είναι δύσκολο ίσως να καταλάβουμε τις αφηγηματικές δυναμικές του αρχαίου έπους και της τραγωδίας, το κοινό των οποίων ήξερε εκ των προτέρων τις βασικές παραμέτρους του μύθου, από την αρχή ως το τέλος.

Ας πάρουμε για παράδειγμα το τέλος της Ιλιάδας. Ο Πρίαμος, συνοδευόμενος από τον Ερμή, εισέρχεται στο εχθρικό στρατόπεδο και ικευτεύει τον Αχιλλέα να του επιστρέψει τον νεκρό Έκτορα. Η αμείλιχη οργή του ήρωα κάμπτεται και επιστρέφει το σώμα του Έκτορα στον πατέρα του. Η εντυπωσιακή αυτή συμφιλίωση θεωρήθηκε από κάποιους φιλολόγους ως δείγμα της αισιοδοξίας του Ομήρου. Έχουμε δηλαδή ένα happy ending στην Ιλιάδα και μια θετική νότα ότι οι άνθρωποι μπορούν στο τέλος να αφήσουν κατά μέρος τα άσβεστα πάθη τους και να καταλάβουν ότι μοιράζονται τις ίδιες αγωνίες, λύπες και χαρές αυτού του κόσμου. Με μια μεγαλειώδη κίνηση, ο δολοφόνος του Έκτορα φιλοξενεί τον Πρίαμο, τον βασιλιά που έσκυψε και φίλησε τα χέρια του ανθρώπου που σκότωσε το γιο του.

Κατά τη γνώμη μου, όμως, αυτοί που βλέπουν ένα αισιόδοξο τέλος στην Ιλιάδα είναι βαθιά νυχτωμένοι. Το όλο νόημα είναι ότι η συμφιλίωση μεταξύ Αχιλλέα και Πρίαμου είναι προσωρινή και μάταιη. Το επεισόδιο αυτό είναι μεμονωμένο και η ουσία του είναι ότι ανακαλεί όλο το φάσμα του Τρωϊκού κύκλου. Ο πόλεμος θα συνεχιστεί, ένας άλλος γιος του Πρίαμου, ο Πάρις, θα σκοτώσει τον Αχιλλέα και ο γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος, θα σκοτώσει τον Πρίαμο. Η όλη συνάντηση του Αχιλλέα και του Πρίαμου είναι σκοτεινή και δυσοίωνη. Μέσα στη νύχτα, η συνοδεία του Ερμή, ο οποίος ήταν ψυχοπομπός, παραλληλίζει την είσοδο του Πριάμου στο στρατόπεδο των Αχαιών με μια κατάβαση στον κάτω κόσμο. Στον κόσμο αυτόν συναντάει τον Αχιλλέα, ο οποίος περιφέρεται σαν ζωντανός νεκρός καθόλη τη διάρκεια του έπους. Αν και ο θάνατος του Αχιλλέα βρίσκεται έξω από το αφηγηματικό πλαίσιο της Ιλιάδας, στο τέλος ο Πρίαμος είναι σα να συναντά ένα φάντασμα.

Με δυο λόγια, το τέλος της Ιλιάδας είναι όντως συγκλονιστικό όχι όμως επειδή το έπος κλείνει με μια απρόσμενη συμφιλίωση, αλλά επειδή η προσωρινή αυτή ανακωχή θυμίζει ακόμη πιο έντονα τα φοβερά γεγονότα του πολέμου που θα ακολουθήσουν. Η οργή του Αχιλλέα και το έπος τελείωσε, ο πόλεμος όμως όχι.

Στο συνεχή παραλληλισμό της Αινειάδας με την Ιλιάδα στηρίζει ο Βιργίλιος την εντύπωση που κάνει το τέλος του ρωμαίου επικού στους αναγνώστες του. Σε μια μονομαχία που ανακαλεί την μονομαχία Αχιλλέα- Έκτορα, ο Αινείας μπήγει βαθιά το σπαθί του στο στήθος του Τύρνου. Τα μέλη του Τύρνου λύνονται και η ψυχή του πετάει στον Άδη. ΤΕΛΟΣ.

Στην Ιλιάδα μετά το θάνατο του Έκτορα ακολουθούν δύο ραψωδίες. Αντίθετα, η Αινειάδα κλείνει με τη βίαιη εκτέλεση του Τύρνου, ο οποίος ικετεύει τον Αινεία να μην τον σκοτώσει. Το τέλος της Αινειάδας είναι τόσο απρόσμενο και απότομο, που στην Αναγέννηση κάποιος έγραψε το 13ο βιβλίο της Αινειάδας, ενώ σύγχρονοι φιλόλογοι απέδωσαν το απότομο τέλος του έπους στο θάνατο του Βιργιλίου. Emendaturus si licuisset δηλαδή: "Aν είχε την ευκαιρία, θα το αναθεωρούσε".

Μια τέτοια ανάγνωση όμως είναι μάλλον εκτός τόπου και χρόνου. Το βίαιο τέλος της Αινειάδας όχι μόνο εντείνει τη σκηνή του θανάτου του Τύρνου, αλλά βρίσκεται σε αντίστιξη με τις μεγαλεπήβολες εγγυήσεις του αυτοκράτορα Αυγούστου ότι το καθεστώς του εξασφαλίζει την ειρήνη εις τον αιώνα τον άπαντα. Καθώς η Αινειάδα γράφεται υπό την σκιά της αυγούστειας προπαγάνδας, το τέλος της, το οποίο αφήνει ανοιχτό τον κύκλο της βίας και αρνείται ακόμη και την προσωρινή συμφιλίωση των εχθρών της Ιλιάδας, σίγουρα δεν αποτελεί το καλύτερο εγκώμιο για το καθεστώς του Αυγούστου.

Η πιο σαφής ένδειξη όμως ότι το τέλος της Αινειάδας είναι το τέλος που ήθελε ο Βιργίλιος, είναι ότι ο τελευταίος στίχος του έπους παραπέμπει στους πρώτους στίχους που έγραψε ο νεαρός Βιργίλιος:

uitaque cum gemitu fugit indignata sub umbras.
και η ψυχή του στενάζοντας φεύγει με αγανάκτηση στις σκιές.
Αινειάδα 12.952

Στο πρώτο ποίημα των βουκολικών Εκλογών, ο φτωχός Μελίβοιος εξορίζεται από την πατρίδα του (nos patriam fugimus), ενώ ο Τίτυρος απολαμβάνει νωχελικά την σκιά της βουκολικής ευτοπίας του (lentus in umbra). Οι πρώτοι στίχοι που έγραψε ο Βιργίλιος αναφέρονται στη δήμευση των χωραφιών από τον Αύγουστο και στην απόδοσή τους στους στρατιώτες του. Η ειρήνη του Αυγούστου διχάζει τους πολίτες του και η ψυχή του Τύρνου που πετά στις σκιές του κάτω κόσμου μας γυρίζει στην αρχή της ποιητικής καριέρας του Βιργίλιου. Η ιστορία όχι μόνο δεν είναι γραμμική, αλλά είναι ένας κύκλος άσβεστων εμφύλιων εντάσεων, οι οποίες αρχικά μολύνουν το ειδυλιακό σκηνικό της βουκολικής ουτοπίας και τελικά κορυφώνονται στην ανελέητη βία της επικής μάχης. Το τέλος και η αρχή της ποίησης του Βιργίλιου κλείνουν έναν πολιτικά και ποιητικά φορτισμένο κύκλο αίματος, οδηγώντας τον αναγνώστη από την αρχή στο τέλος και πάλι στην αρχή. Και όλα αυτά δύο χιλιάδες χρόνια πριν από το Finnegans Wake του James Joyce.